Ο χορός της βροχής-οικολογικά παραμύθια και
διηγήματα, ΚΕΠΚΑ 1998, σελ. 96
Περιεχόμενα
1.Ο τελευταίος περίπατος στο δάσος (πυρκαγιές)
2.Το ορφανό κοτσύφι (κυνήγι)
3.Το Ποντικοβασίλειο (οικολογική ισορροπία)
4.Τα δόντια της φάλαινας (ρύπανση των θαλασσών)
5. Η γάτα της Έλλης (υπερπληθυσμός)
6.Το τελευταίο μάθημα (φυτοφάρμακα)
7. Το παραμύθι του αύριο (φαινόμενο του θερμοκηπίου)
8. Ο Φρίξος και η Μαρίνα (ευτροφισμός)
9. Ο χορός της βροχής (όξινη βροχή)
10. Η κακιά νεράϊδα (Η τρύπα του όζοντος)
11. Αρνάκι άσπρο και παχύ, ποιάς μάνας του καμάρι; (γενετικά
πειράματα-κλωνοποίηση)
12. Το παραμύθι της γιαγιάς (πυρηνικός όλεθρος)
13. Οι σκουπιδοτροφές (διατροφή)
14. Ο δολοφόνος (κάπνισμα)
15. Αυτοκινητοσυζήτηση (κυκλοφοριακό χάος-ατμοσφαιρική ρύπανση)
16. Φύσα αεράκι, φύσαγε... (Ήπιες μορφές ενέργειας)
17. Μες στου Μαγιού τις μυρωδιές (λαϊκή παράδοση)
18. Ο ξεριζωμένος (μετανάστες)
(Το βιβλίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ στο εμπόριο, αλλά μοιράστηκε δωρεάν από το
Δήμο Ηλιούπολης σε όλους τους μαθητές δημοτικού στην Ηλιούπολη, με πρωτοβουλία
του φίλου μου Γιώργου Βοϊκλή και την υποστήριξη του δημάρχου Ηλιούπολης
Θεόδωρου Γεωργάκη, και στη συνέχεια σε δυο δήμους της Θεσσαλονίκης. Τυχαία
ανακάλυψα στο διαδίκτυο ότι σε μια πανηγυρική εκδήλωση στη νομαρχία Κοζάνης
διανεμήθηκε δωρεάν στους μαθητές της έκτης δημοτικού όλων των σχολείων του
νομού)
Σημείωμα του συγγραφέα
Δώδεκα από τις ιστορίες γράφτηκαν το 1989. Οι δύο σε σχολικές αίθουσες,
λίγο πριν την επιτήρηση των μετεξεταστέων του Σεπτεμβρίου (του καταργημένου
σήμερα 61ου λυκείου Αθηνών στη συγκρότημα της Γκράβας), και οι υπόλοιπες
ένα μαγευτικό τριήμερο στην Κρήτη, στα μέσα του Οκτώβρη, κάτω από την
πορτοκαλιά της αυλής μας. Οι εννιά δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά εκείνη
την εποχή. Η ιστορία «Ο Φρίξος και η Μαρίνα» τιμήθηκε το 1993 με το πρώτο βραβείο
του ετήσιου παγκρήτιου λογοτεχνικού διαγωνισμού του Πνευματικού και
Πολιτιστικού Κέντρου του δήμου Αγίου Νικολάου, συνοδευόμενο με το ποσό των
80.000 δραχμών. Το πρώτο μέρος του διηγήματος «Ο ξεριζωμένος» δημοσιεύτηκε σε
δυο εφημερίδες, τη βραχύβια «Όμορφη πόλη» της Οικολογικής Εναλλακτικής Ομάδας
Γαλατσίου και τη «Φωνή της Πεντέλης». Σε ανεπτυγμένη μορφή γράφηκε το 1994. Οι
υπόλοιπες πέντε ιστορίες γράφηκαν τώρα, για τις ανάγκες αυτής της έκδοσης.
Επίσης συμπληρώθηκε η ιστορία με τίτλο «Το παραμύθι της γιαγιάς», καθώς οι
συγκλονιστικές αλλαγές που συντελέστηκαν στον κόσμο στη διάρκεια της τελευταίας
δεκαετίας έκαναν αναχρονιστική την πρώτη γραφή. [Συμπλήρωμα στην ηλεκτρονική
ανάρτηση]. Οι τελευταίες αυτές ιστορίες είναι χιουμοριστικές. Τη μία από αυτές,
το «Αρνάκι άσπρο και παχύ» με πρωταγωνιστή τον Μπόμπο, τη χρησιμοποίησα στα
μαθήματα της Εξομοίωσης (πτυχίων των δασκάλων) για τη διδασκαλία της
δραματοποίησης. Η ανάδραση που δέχτηκα μετά την έκδοση, από φίλες μου μανάδες,
με οδήγησε σε κάποιους προβληματισμούς, τους οποίους εξέθεσα σε ανακοίνωσή μου
σε ένα συνέδριο που έγινε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Βρίσκεται αναρτημένη εδώ. Κάποια παραμύθια
αναρτήθηκαν σε ιστοσελίδες, και το σύνολό τους στο forum του Λέξημα.
Μέρος
πρώτο
1.Ο τελευταίος περίπατος στο δάσος (πυρκαγιές)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που το λέγανε Μανωλάκη. Το σπίτι
του Μανωλάκη ήταν κοντά στο δάσος. Του άρεσε πάρα πολύ να πηγαίνει βόλτα εκεί,
ιδιαίτερα το καλοκαίρι που δεν είχε σχολείο.
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, λοιπόν, καβάλησε το ποδήλατό του και κατευθύνθηκε
προς το δάσος. Το σκυλάκι τους ο Σεντίκ τον πήρε από πίσω, γαβγίζοντας
χαρούμενα.
Όταν έφτασε στο δάσος κατέβηκε από το ποδήλατο και το ακούμπησε στον κορμό ενός
δέντρου. Στο δάσος μέσα ήθελε να πηγαίνει πεζός, ώστε να μπορεί να το
απολαμβάνει καλύτερα. Ένα πουλάκι πέταξε από ένα κλαδί πάνω από το κεφάλι του,
τιτιβίζοντας τρομαγμένα. Ένα σκιουράκι τον κοίταξε έκπληκτο με ορθάνοικτα μάτια
και χώθηκε πάλι μέσα στην τρύπα του. Το σκυλάκι όρμησε προς το μέρος του
γαβγίζοντας χαρούμενα. Μια πεταλούδα το ακολούθησε χορεύοντας πάνω από το
κεφάλι του.
Ξαφνικά, καθώς προχωρούσαν, τι να δει ο Μανωλάκης! Στην άκρη του δρόμου,
σκυμμένος πάνω σε κάτι χαμόκλαδα, ήταν ένας νεαρός. Κρατούσε ένα στουπί. Το
περιέχυσε βενζίνα και του έβαλε φωτιά.
Η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. Ο Μανωλάκης είχε κοκαλώσει από την τρομάρα του. Ο
νεαρός καβάλησε γρήγορα τη μοτοσικλέτα του.
-Στάσου παλιάνθρωπε, τι έκανες; Του φώναξε ο Μανωλάκης, ξεπερνώντας επιτέλους
τον τρόμο του και όρμησε προς το μέρος του. Η μοτοσικλέτα έφυγε βολίδα μπροστά.
Ο Σεντίκ όρμησε πίσω της γαβγίζοντας αγριεμένος.
-Μη Σεντίκ, γύρνα πίσω, του φώναξε ο Μανωλάκης.
Γύρισαν πίσω βιαστικά. Έφτασαν σπίτι με τις γλώσσες έξω από το λαχάνιασμα. Ο
Μανωλάκης εξήγησε βιαστικά στον μπαμπά του τι συνέβη. Αυτός πήρε αμέσως
τηλέφωνο και ειδοποίησε την πυροσβεστική.
Όσο κι αν προσπάθησαν οι πυροσβέστες, το αεράκι, που μετατράπηκε ξαφνικά σε
δυνατό άνεμο, άπλωσε παντού τη φωτιά. Οι άνθρωποι που έτρεξαν από τα γύρω χωριά
πάλεψαν μάταια. Την άλλη μέρα τα πάντα είχαν τελειώσει. Ο Μανωλάκης πήρε
περίλυπος το ποδήλατο να πάει να δει τι είχε απομείνει από το δάσος, μετά την
πυρκαγιά.
Πόνεσε η ψυχή του. Και ο Σεντίκ δεν γάβγιζε χαρούμενα όπως πρώτα, χοροπηδώντας
εδώ κι εκεί, αλλά περπατούσε περίλυπος, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, σαν να
μην πίστευε στα μάτια του.
Τα δέντρα με το πράσινο φύλλωμα, που το χάιδευε το απαλό αεράκι, δεν υπήρχαν
πια. Στη θέση τους στέκονταν ακίνητοι, μαυρισμένοι κορμοί. Πιο πέρα αντίκρισαν
ένα αποτρόπαιο θέαμα. Το σκιουράκι που είχαν δει χθες κείτονταν ανάσκελα,
πεθαμένο. Η γούνα του ήταν κατάμαυρη, καμένη. Ο Μανωλάκης πλησίασε κοντά του
και είδε τα μάτια του ολάνοικτα, να τον κοιτάζουν γεμάτα ερωτηματικά. Ένιωσε
ξαφνικά ένοχος γι αυτό το σκιουράκι που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, όπως θα
μεγάλωνε ο ίδιος, γιατί κάποιοι κακοί άνθρωποι, άνθρωποι όπως κι αυτός,
"λιγουρεύτηκαν" το δάσος και το έκαψαν, για να το κάνουν οικόπεδα.
Το τιτίβισμα των πουλιών δεν ακουγόταν πια. Τα πουλάκια, πιο τυχερά, πρόλαβαν
και πέταξαν μακριά. Μόνο στη διχάλα ενός δέντρου υπήρχε πυρπολημένη μια φωλιά.
Να υπήρχαν άραγε πουλάκια μέσα;
Ο Μανωλάκης δε προσπάθησε να κοιτάξει. Ήξερε πως δεν θα άντεχε να δει τα
απανθρακωμένα κορμάκια των μικρών νεοσσών. Έτσι προτίμησε να προσπεράσει.
Το βράδυ, που γύρισε σπίτι του, ήξερε πως αυτή τη βόλτα δε θα την ξεχνούσε ποτέ
στη ζωή του. Τα ορθάνοικτα, γεμάτα ερωτηματικά, μάτια του μικρού σκίουρου θα
τον ακολουθούσαν για πάντα. (σελ.
17-19).
2.Το ορφανό κοτσύφι (κυνήγι)
Τσιφ, τσιφ, τσιφ, καλημέρα μαμά, έκανε το μικρό κοτσυφάκι μέσα στη φωλίτσα του.
-Τσιφ, τσιφ, τσιφ, γεια σου μωρό μου, έκανε η κοτσυφίνα. Κοιμήθηκες καλά πουλάκι
μου;
-Πάρα πολύ γλυκά μανούλα. Εσύ;
-Κι εγώ μικρό μου. Ξύπνησα μόνο λιγάκι νωρίς για να σου φέρω το πρωινό σου.
Κοίτα τι σου έφερα!
Το μικρό κοτσυφακι άνοιξε το στόμα του από την ευχάριστη έκπληξη. Ένα μικρό
σκουληκάκι κρεμόταν από το ράμφος της μαμάς του. Αυτή με μια επιδέξια κίνηση το
έβαλε μέσα στο μισάνοιχτο στόμα του μωρού της, που το κατάπιε ευχαριστημένο.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ. Το μικρό κοτσυφάκι έχασε ξαφνικά τη
μαμά από τα μάτια του.
-Μαμά, μαμά που είσαι; φώναξε.
Όμως η μαμά του δεν αποκρίθηκε. Αντί για το γλυκό κελάιδισμά της, άκουσε κάτι
περίεργες φωνές, που θα ήσαν φαίνεται από πουλιά που δεν τα ήξερε.
-Μπράβο Θανάση, το πέτυχες διάνα. Στο ψαχνό που λένε.
-Αυτό μας έλειπε. Είναι, όπως καταλαβαίνεις, μεγάλη πολυτέλεια να αστοχούμε.
Τι να λένε άραγε, δεν την καταλαβαίνω τη γλώσσα αυτών των πουλιών, συλλογίστηκε
το κοτσυφάκι.
-Μα που πήγε τέλος πάντων η μαμά μου... Μαμά! Μαμά!
Δεν πήρε καμία απάντηση.
-Δε βαριέσαι, θα ψάχνει για το μεσημεριανό μας φαγητό. Τι να κάνω, θα την
περιμένω, σκέφτηκε.
Όμως, η μαμά του δεν ήλθε το μεσημέρι. Ούτε και όλο το απόγευμα. Το κοτσυφάκι
μας πεινούσε και καθώς έπεφτε ο ήλιος άρχιζε να κρυώνει. Είχε συνηθίσει το
ζεστό φτέρωμα της μητέρας του, που το προστάτευε από το κρύο.
-Μαμά! Μαμά! Τιτίβιζε τρομαγμένο το καημένο, καθώς έπεφτε το σκοτάδι και η μαμά
του δεν έλεγε να γυρίσει.
Στο τέλος απόκαμε. Όταν έπεσε το σκοτάδι, το τρομαγμένο τιτίβισμα του έσβησε σε
ένα θλιμμένο, παραπονιάρικο κλάμα.
-Πού είσαι μανούλα μου, γλυκιά μου μανούλα, πού είσαι!
Μια κουκουβάγια πέταξε σκούζοντας πάνω από το κεφάλι του και το κοτσυφάκι
ζάρωσε στη φωλιά του, σωπαίνοντας τρομαγμένο. Έτσι το πήρε ο ύπνος.
Την επομένη οι ακτίνες του πρωινού ήλιου βρήκαν το πουλάκι ζαρωμένο στη φωλιά
του, παγωμένο, νεκρό. Ήταν πια πολύ αργά για να το ζεστάνουν.
-Δεν το θέλω το κοτσύφι σου, μουρμούρισε θυμωμένα ο Μανωλάκης, κάνοντας πέρα το
πιάτο με το κοκκινιστό πουλάκι, "πνιγμένο" στην κόκκινη σάλτσα.
-Μα γιατί Μανωλάκη μου; Είναι τόσο νόστιμο ...του απάντησε η μαμά του, γεμάτη
απορία.
-Δεν το θέλω σου λέω! Φώναξε με μεγαλύτερο πείσμα τώρα ο Μανωλάκης.
-Μυστήριο αυτό το παιδί..., μουρμούρισε η μητέρα του και έφυγε, χωρίς να πάρει
το πιάτο από μπροστά του. Πού ξέρεις, σκέφτηκε, μπορεί να μετανιώσει.
Όμως, ο Μανωλάκης είχε βυθισμένα τα μάτια του στο κενό. Με τη φαντασία του
έβλεπε ένα κοτσυφάκι να κλαίει φωνάζοντας τη μαμά του. Θα ήθελε πολύ ο πατέρας
του να μην ξαναπάει για κυνήγι. Κάποτε, μάλιστα, του το ζήτησε σαν χάρη.
-Και γιατί παρακαλώ; τον ρώτησε ο πατέρας του.
-Να, μπορεί τα πουλιά που σκοτώνεις να έχουν μικρά. Και τότε τι θα γίνουν;
Σκέφτεσαι να ήμασταν πουλιά και να ερχόταν κάποιος να σκότωνε τη μητέρα;
Ο πατέρας του δεν του απάντησε. Περιορίστηκε να γελάσει κοροϊδευτικά. Από τότε
ο Μανωλάκης δεν ξανασυζήτησε το θέμα.
Αυτοί οι μεγάλοι! Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Είναι χαμένη υπόθεση να
προσπαθήσεις να τους μεταπείσεις. Καλύτερα να μην τους μιλάς, να μην ασχολείσαι
καθόλου μαζί τους.
Αυτά σκεφτόταν ο Μανωλάκης. Και έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως όταν μεγαλώσει,
όχι μόνο δε θα πιάσει όπλο στα χέρια του, αλλά θα προσπαθήσει από τώρα να
πείσει και τους φίλους του να μην ασχοληθούν με το κυνήγι.
Βέβαια, αυτών οι πατεράδες δεν κυνηγάνε και έτσι δεν έχουν φανταστεί τον πόνο
ενός μικρού πουλιού που μάταια περιμένει το σκοτωμένο γονιό του. (σελ. 20-22)
3.Το Ποντικοβασίλειο (οικολογική ισορροπία)
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ παιδιά μου είναι αληθινή. Έχουν περάσει πολλά
χρόνια από τότε. Ήμουν μικρό παιδάκι, λίγο πιο μεγάλο από σας. Τότε δεν έμενα
στην Αθήνα, όπως τώρα, αλλά στο χωριό.
Στο σπίτι μας είχαμε ένα γατάκι, τόσο δα μικρούλη, που το είχα βαφτίσει
γιγαντάκο, κατ' ευφημισμό. Ήταν πολύ χαδιάρικο και παιχνιδιάρικο. Παίζαμε μαζί
όλη μέρα. Όλες μας τις ιστορίες τις είχα καταγράψει στο μαθητικό μου
ημερολόγιο. Τις είχα διαβάσει κάποτε στην τάξη μου, στο σχολείο, και άρεσαν σε
όλους πάρα πολύ και πιο πολύ στο δάσκαλο μου. Δυστυχώς οι ιστοριούλες αυτές
χάθηκαν.
Το γατάκι αυτό δεν το γέννησε η γάτα μας, ούτε μας το έδωσε κάποιος. Ήλθε μόνο
του στο σπίτι μας. Ένα πρωινό, μόλις είχα ξυπνήσει, ξαπλωμένος τεμπέλικα στο
κρεβάτι μου, ακούω ξαφνικά τη μητέρα μου να φωνάζει:
-"Ω, ένα κατσουλάκι, είντα όμορφο 'ναι". ("Ω, ένα γατάκι, τι
ωραίο που είναι!", για να σας το μεταφράσω από το Κρητικά).
Και ήταν πραγματικά πολύ όμορφο γατάκι.
Το γατάκι μεγάλωνε και γινόταν σιγά σιγά μια πανέμορφη γάτα. Κάποτε γέννησε και
έκανε τρία γατάκια, τα οποία στην αρχή δεν έβλεπαν. Τα θήλαζε και τα
περιποιόταν στοργικά. Μεγάλωσαν σιγά-σιγά και έγιναν το ίδιο όμορφα και
παιχνιδιάρικα σαν τη μαμά τους. Πριν ακόμα σταματήσουν να θηλάζουν, η μαμά-γάτα
τους κουβαλούσε και από ένα τουλάχιστον ποντίκι την ημέρα. Δεν ήταν δύσκολο να
τα πιάνει, γιατί υπήρχαν αρκετά στην περιοχή μας. Τα βράδια τα βλέπαμε να
κάνουν βόλτα στην κληματαριά, ενώ η γάτα από κάτω τα κοίταζε λαίμαργα. Πιο αργά
θα τους έστηνε καρτέρι.
Τα ποντίκια έτρωγαν σταφύλια, έτρωγαν αμύγδαλα. Όχι πάντως πολλά. Περισσότερο
μας ενοχλούσε η παρουσία τους και ο φόβος μήπως μπουν στο σπίτι και μας φάνε τα
ρούχα.
Τηλεόραση τότε δεν υπήρχε, είχαμε μόνο ραδιόφωνο. Από το ραδιόφωνο ακούγαμε
τότε τις διαφημίσεις. Μία από αυτές, καινούρια, διαφήμιζε ένα ποντικοφάρμακο.
Εκατό τοις εκατό αποτελεσματικό. Οι χωριανοί μου σκέφτηκαν, ευκαιρία να
απαλλαγούμε από τα ποντίκια. Αγόρασαν λοιπόν όλοι τους αυτό το ποντικοφάρμακο
και το έβαλαν στα περιβόλια τους.
Ήταν, πραγματικά πολύ αποτελεσματικό. Τα ποντίκια άρχισαν να λιγοστεύουν.
Μια μέρα ήλθε η γάτα μας από το βραδινό της κυνήγι άρρωστη. Κάτι έχει, είπαμε
με τη μητέρα μου. Σε λίγο την έπιασαν σπασμοί και άρχισε να κυλιέται κάτω από
τον πόνο, ενώ ταυτόχρονα νιαούριζε παραπονιάρικα. Εγώ και η μητέρα μου
καθόμασταν και την κοιτάζαμε αποσβολωμένοι, ανίκανοι να τη βοηθήσουμε.
Σε λίγο είχε τελειώσει. Κείτονταν νεκρή, με δαγκωμένη τη γλώσσα της από τον
πόνο. Η άκρη της εξείχε από το στόμα της. Ήμουν απαρηγόρητος από τη θλίψη.
Αναρωτιόμουν τι είχε πάθει.
Η μητέρα μου ήξερε και μου είπε. Είχε φάει ψόφιο ποντίκι, απ' αυτά που είχαν
ψοφήσει από το ποντικοφάρμακο. Το ποντικοφάρμακο, αφού σκότωσε πρώτα το
ποντίκι, σκότωσε και τη γάτα μου που το έφαγε.
Την κακή αυτή τύχη δεν την είχε μόνο η γάτα μας. Την είχαν και όλες σχεδόν οι
γάτες στο χωριό. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει ψοφήσει γάτα.
Και τα ποντίκια τι έγιναν; Θα αναρωτιέστε. Εξολοθρεύτηκαν τελικά με το
ποντικοφάρμακο;
Κάθε άλλο. Καθώς είχαν πονηρέψει, άρχισαν να το αποφεύγουν. Και καθώς δεν υπήρχαν
πια γάτες για να τα κυνηγήσουν, πλήθυναν ακόμη περισσότερο. Έγιναν μάλιστα και
πιο ξεδιάντροπα. Συνεχώς πετάγονταν μέσα στα πόδια μας. Από εκεί βγήκε η
παροιμία: "Όταν λείπει ο γέρος γάτος, όλοι οι ποντικοί χορεύουν".
Ο άνθρωπος πάνω στη γη έχει ιστορία ενός εκατομμυρίου χρόνων τουλάχιστον.
Πέρασε διάφορα στάδια εξέλιξης. Σε κάθε στάδιο, οι επιστήμονες έδωσαν και ένα
όνομα. Ο άνθρωπος, έτσι όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία 40.000 χρόνια,
ονομάστηκε "χόμο σάπιενς", δηλαδή "σοφός άνθρωπος". Οι
χωριανοί μου, παρόλο που ανήκουν στο "σοφό άνθρωπο", αποδείχτηκε πως
δεν ήσαν καθόλου σοφοί.
Και δεν είναι μόνο οι χωριανοί μου. Και άλλοι άνθρωποι και μάλιστα όχι απλοί
χωρικοί, αλλά μεγάλοι και τρανοί, αποδεικνύεται καθημερινά πως δεν είναι
καθόλου σοφοί. Όμως, αυτές είναι άλλες ιστορίες, που θα τις μάθετε σιγά-σιγά. (σελ.
23-25)
4.Τα δόντια της φάλαινας (ρύπανση των θαλασσών)
Τα δικά μου δόντια είναι πιο άσπρα από τα δικά σου, φώναξε καμαρωτά ο Μιχαλάκης
στην αδελφή του Μαριρένα, χτυπώντας επιδεικτικά τη γροθιά του δεξιού του χεριού
πάνω στη γροθιά του αριστερού.
- Μωρέ τι μας λες! Αφού τα πλένω με κρεστ, και όπως είδες και στην τηλεόραση, η
κρεστ κάνει τα δόντια πιο αστραφτερά.
- Άκου χαζομάρες! Στην τηλεόραση ότι ψευτιές θες λένε. Αυτό που τους ενδιαφέρει
είναι να βρεθούν κάτι ευκολόπιστες σαν και σένα για να πουλήσουν τα προϊόντα
τους.
- Ναι, αλλά εγώ χρησιμοποιώ και νήμα δοντιών και βγάζω τα απομεινάρια του
φαγητού ανάμεσα απ' τα δόντια μου! Επέμεινε η Μαριρένα.
- Μην τσακωνόσαστε παιδάκια μου, τους είπε ο παππούς ο Μιχάλης. Και των δυο σας
τα δόντια είναι πολύ άσπρα.
- Παππού, παππού, έχουν και τα ζώα τόσο άσπρα δόντια όσο εμείς; ρώτησε η
Μαριρένα.
- Κουτή που είσαι, την αποπήρε ο αδελφός της ο Μιχαλάκης. Έχουν τα ζώα
οδοντόκρεμες και νήματα;
- Κι αν τους δίναμε;
-Την είπες πάλι! Αλήθεια, με το δεξί χέρι θα κρατάνε το βουρτσάκι ή με το
αριστερό; ρώτησε ειρωνικά ο Μιχαλάκης.
-Μην τσακωνόσαστε παιδιά μου, τα ζώα δεν έχουν ανάγκη από οδοντόκρεμες και
νήματα. Η διατροφή τους είναι τέτοια που δεν χαλάνε τα δόντια τους.
- Μακάρι να ήταν έτσι όπως τα λέει ο παππούς παιδιά μου, παρενέβη ο πατέρας
τους ο Γιώργος στη συζήτηση, αλλά και τα ζώα μπορεί να έχουν προβλήματα. Για
παράδειγμα τα κατσίκια που βρίσκονται κοντά στο εργοστάσιο αλουμινίου έχουν
χαλασμένα τα δόντια τους, από το φθόριο.
- Και γιατί δε το κλείνουν το εργοστάσιο, ή γιατί δε φροντίζουν να μη φεύγει
φθόριο στο περιβάλλον, ώστε να μη το τρώνε τα ζώα; Ρώτησε ο Μιχαλάκης.
- Εύκολο το 'χεις; Αν πάρουν αυστηρά μέτρα, θα κάνουν μεγάλα έξοδα. Έτσι παίρνουν
κάποια μέτρα που δεν κοστίζουν, δεν είναι όμως καθόλου αποτελεσματικά.
- Καλά τα κατσίκια. Ξέρεις άλλα ζώα να μου πεις που έχουν πρόβλημα με τα δόντια
τους; Ρώτησε πάλι ο Μιχαλάκης.
- Οι φάλαινες.
- Οι φάλαινες δεν είναι ζώα, είναι ψάρια.
- Λάθος Μιχάλη, είναι ζώα θηλαστικά, αναπνέουν με πνεύμονες.
- Με τόσα δόντια που έχουν, πώς να μην έχουν πρόβλημα!
- Το πρόβλημα Μιχαλάκη δεν τους το προκαλούν τα πολλά δόντια, αλλά οι άνθρωποι.
Διάβασα προ ημερών στις εφημερίδες ότι βρήκαν μια φάλαινα νεκρή. Και ξέρετε από
τι είχε πεθάνει; Από ασιτία. Στα δόντια της είχαν κολλήσει πλαστικές σακούλες,
που δεν μπορούσε να τις βγάλει, κι άλλες πάλι είχαν φράξει το
"φυσητήρα" της. Βλέπεις, δεν έχουν χέρια οι φάλαινες. Ο Θεός που τα
πάντα εν σοφία εποίησε δεν είχε προβλέψει ότι ο "προκομμένος" ο
άνθρωπός του θα καταβρώμιζε τις θάλασσες με πλαστικά και κάθε είδους
απορρίμματα και λύματα, ώστε να δώσει στις φάλαινες χέρια και να τις εφοδιάσει
με οδοντογλυφίδες και νήματα. Έτσι πέθανε. Και αυτή τη φάλαινα τη βρήκανε, πόσες
άλλες όμως δε θα έχουν πεθάνει με τον τρόπο αυτό και δεν έχουν βρεθεί!
-Πάντως, πολύ λιγότερες από αυτές που σκοτώνουν οι άνθρωποι κάθε χρόνο,
παρατήρησε μοχθηρά η Μαριρένα.
-Έχεις δίκιο κοριτσάκι μου. Δε φτάνει που σκοτώνουμε μόνοι μας τόσα ζώα, αλλά
μολύνουμε και ρυπαίνουμε τόσο πολύ το περιβάλλον, ώστε κάνουμε και ψοφούν ακόμη
περισσότερα. Να, για παράδειγμα, εκτός από τις φάλαινες, υποφέρουν και οι
χελώνες. Αυτές βλέπουν άσπρα κομμάτια από πλαστικές σακούλες, νομίζουν ότι
είναι τσούχτρες και τα τρώνε. Όμως μετά πού να τα χωνέψουν! Και έτσι ψοφούν.
-Και εμείς τι μπορούμε να κάνουμε μπαμπά για να τις σώσουμε; πετάχτηκε ο
Μιχαλάκης.
- Μπορείτε να ενταχθείτε σε μια από τις οργανώσεις που προστατεύουν τα ζώα όπως
η ΕΠΟΙΖΩ. Εν τω μεταξύ, μπορείς να πείσεις τη μαμά σου να πάψει να μου ζητάει
να της αγοράσω γούνινο παλτό. Ξέρεις πόσα ζωάκια, κυρίως φώκιες, δίνουν τη ζωή
τους για να φτιαχτεί ένα τέτοιο παλτό;
Η Μαρουσώ σήκωσε τα χέρια της από το κέντημα της και κούνησε πέρα δώθε το
κεφάλι της χαμογελώντας, σαν να έλεγε ότι δε θεωρούσε μεν το επιχείρημα
πειστικό, ήξερε όμως ότι στο εξής η Μαριρένα και ο Μιχαλάκης θα τις γινόντουσαν
στενός κορσές, προσπαθώντας να την πείσουν να μην αγοράσει γούνινο παλτό.
Γιατί σας είπα αυτή την ιστοριούλα; Μα για να γίνετε και σεις στενός κορσές στη
μαμά σας. Σκεφτείτε το. Για κάθε γούνινο παλτό που δεν αγοράζεται, σώζεται η
ζωή σε πολλά ζωάκια. (σελ. 26-28)
5. Η γάτα της Έλλης (υπερπληθυσμός)
«Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γην»
-Μαμά, έλα να δεις, η γάτα μας γέννησε, κι έκανε τέσσερα πολύ όμορφα γατάκια.
Έλα μαμά, τρέξε! Φώναξε χοροπηδώντας από τη χαρά της η μικρή Έλλη. Μα τρέξε
μαμά, μην αργείς, τρέξε, τρέξε, φώναξε πάλι ανυπόμονα, βλέποντας τη μαμά της να
καθυστερεί.
-Μα, Έλλη μου, έχω στη μέση το νεροχύτη, τα πιάτα μισοπλυμένα, κάτσε να
τελειώσω κι έφτασα.
-Καλά μαμά, είπε γεμάτη απογοήτευση η Έλλη. Θα καθίσω εδώ να τα κοιτάζω, και σε
περιμένω. Μόνο μην αργείς.
Η μαμά είδε πως δεν μπορούσε να ξεφύγει, και άρχισε να ξεπλένει βιαστικά τα
πιάτα.
-Πουν’ τα λοιπόν; ρώτησε την κόρη της
φτάνοντας σε λίγο στην αποθήκη, στη γωνιά της αυλής, όπου είχε γεννήσει η γάτα.
-Να τα μαμά, εκεί πάνω στο παλιό σακί. Κοίταξε πως βυζαίνουν! Τέσσερα
τοσοδούλικα γατάκια ήταν γαντζωμένα πάνω στις θηλές της μαμάς-γάτας, ρουφώντας
άπληστα το γάλα της, ενώ εκείνη τα έγλυφε με τρυφερότητα.
-Μαμά, δεν είναι πολύ όμορφα;
-Πολύ, κόρη μου. Τώρα που θηλάζει θα πρέπει να της δίνουμε περισσότερο φαγητό,
για να βγάζει περισσότερο γάλα να θρέψει τα μικρά της.
Το βράδυ στο τζάκι όλη η οικογένεια συζητούσε για τα νιογέννητα γατάκια.
-Μαμά, και πέρυσι δεν γέννησε η γάτα μας; Είχε κάνει τέσσερα γατάκια, όμως δεν
έμεινε ούτε ένα. Τα δυο τα πάτησε το αυτοκίνητο, και τα άλλα δυο ψόφησαν.
-Πού ξέρεις κόρη μου, ίσως γι αυτό γέννησε και φέτος, με την ελπίδα ότι από τα
φετινά μωρά της κάποια θα γλυτώσουν.
-Δηλαδή μαμά, πετάχτηκε ο Σταύρος, αν είχαν ζήσει τα μωρά της, τώρα δεν θα
γένναγε;
-Την είπες τη σαχλαμάρα σου, πετάχτηκε ο Ιάσονας, ο μικρός του αδελφός, που του
άρεσε να του μπαίνει του Σταύρου, που ήταν πιο μεγάλος.
-Δεν είναι καθόλου σαχλαμάρα, πετάχτηκε ο Σοφοκλής, ο πατέρας τους. Έχετε
καθόλου σκεφτεί γιατί ο ελέφαντας κάνει μόνο ένα ελεφαντάκι τη φορά, και
μάλιστα όχι κάθε χρόνο; Να σας πω εγώ: Γιατί το ελεφαντάκι είναι σχετικά ασφαλές.
Τα σαρκοφάγα ζώα δεν μπορούν να το απειλήσουν σοβαρά, και το δάσος έχει άφθονη
τροφή.
-Έτσι είναι παιδιά μου, συμπλήρωσε και η Νίκη, η μαμά τους. Όταν οι γονείς
είναι σίγουροι ότι τα παιδιά τους θα μεγαλώσουν και θα γεράσουν, δεν έχουν λόγο
να γεννοβολούν συνέχεια.
-Αλήθεια λέει μπαμπά; ρωτά ζαρώνοντας το μέτωπό του, όλος αμφιβολία, ο πάντα
δύσπιστος Σταύρος.
-Περίπου παιδιά μου. Όταν μεγαλώσετε και πάτε στο Λύκειο, θα τα μάθετε καλύτερα
στο μάθημα της βιολογίας. Αλλά χοντρικά, έτσι είναι τα πράγματα.
-Α! τώρα κατάλαβα, φωνάζει ο Σταύρος, γιατί ο πληθυσμός της Ινδίας και όλων των
αναπτυσσόμενων χωρών αυξάνει τόσο γρήγορα. Οι γονείς είναι φτωχοί, δεν έχουν να
θρέψουν τα παιδιά τους, να τους αγοράσουν φάρμακα, τι να πρωτοκάνει και η
Unicef, γι αυτό κι εκείνοι κάνουν συνέχεια παιδιά, ελπίζοντας ότι θα γλυτώσουν
τα περισσότερα.
-Ακριβώς παιδιά μου. Πολλά όμως, πριν πεθάνουν, προλαβαίνουν να μεγαλώσουν και
να κάνουν δικά τους παιδιά, και ούτω καθεξής. Ο μέσος όρος ζωής στις χώρες
αυτές σπάνια ξεπερνάει τα πενήντα χρόνια.
-Και τι θα γίνει μαμά, λέει η Έλλη, θα συνεχίζουν να αυξάνονται έτσι επ’
άπειρον;
-Αν τα πράγματα μείνουν όπως είναι, αυτό θα γίνει. Η γη θα αποκτήσει ένα
τεράστιο πληθυσμό που θα ζει μέσα στη μιζέρια. Η οικονομία στις χώρες αυτές δεν
μπορεί να αναπτυχθεί, γιατί, μια δραχμή να περισσέψει, δεν μπορεί να πάει σε
επενδύσεις, πρέπει να πάει στους πεινασμένους που λιμοκτονούν.
Η φωτιά λιγόστεψε. Η συζήτηση τους είχε απορροφήσει όλους. Ο Σοφοκλής πήγε κι
έφερε δυο κούτσουρα. Οι φλόγες τα έγλυψαν γρήγορα, και πήραν και αυτά φωτιά.
-Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, είπε ο Σταύρος μετά από ένα δυο λεπτά σιωπής, ο
μόνος τρόπος για να μην κάνουν τόσα παιδιά οι άνθρωποι του τρίτου κόσμου είναι
να νιώσουν σιγουριά ότι τα παιδιά τους θα επιβιώσουν, έτσι δεν είναι;
-Και βέβαια έτσι είναι παιδιά μου. Γι αυτό οι πλούσιες χώρες έχουν υποχρέωση να
βοηθήσουν τις φτωχές, να αναπτυχθεί το βιοτικό τους επίπεδο, και να δεις που
αμέσως μετά ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού τους θα μειωθεί. Ένα καλό παράδειγμα
είναι η χώρα μας. Πριν λίγες μόνο δεκαετίες τη μάστιζε η φτώχεια. Όπως έρχονται
τώρα οι αλβανοί εδώ, έτσι τρέχαμε κι εμείς πριν τριάντα χρόνια στη Γερμανία και
στη Σουηδία. Γι αυτό και οι άνθρωποι δώστου και έκαναν παιδιά. Πιο πριν,
προπολεμικά, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Γι αυτό και ο παππούς σου είχε εφτά
αδέλφια και η γιαγιά σου οκτώ. Τώρα όμως οι άνθρωποι δεν νοιάζονται να κάνουν
πολλά παιδιά, δυο τρία τους φτάνουν, καμιά φορά και ένα μόνο. Αυτό που τους
ενδιαφέρει είναι να τους προσφέρουν όσο γίνεται καλύτερες συνθήκες ζωής, να τα
τα? σουν και να τα ντύσουν καλύτερα, να φέρουν τους καλύτερους γιατρούς όταν
αρρωστήσουν. Ακόμη ξοδεύουν ένα σωρό λεφτά να τα μορφώσουν, ώστε να έχουν
περισσότερες πιθανότητες, όταν μεγαλώσουν, να ζήσουν μια καλή ζωή.
-Αύριο κιόλας θα γράψω μια επιστολή στον πρόεδρο Κλίντον να αφήσει τα
γκομενιλίκια στο Λευκό Οίκο και να κοιτάξει πως να βοηθήσει αυτούς τους
δυστυχισμένους λαούς, είπε ο Σταύρος, που μόλις γυρίσει από το σχολείο
στρώνεται στην τηλεόραση και δεν του ξεφεύγει είδηση.
-Άκουσα ότι και στην Κούβα ο κόσμος υποφέρει εξαιτίας του εμπάργκο, συμπληρώνει
η Έλλη. Καλά θα κάνουν να το άρουν.
-Τι είναι μαμά εμπάργκο; ρωτάει με περιέργεια ο Ιάσονας, που όλη αυτή την ώρα
άκουγε σιωπηλός.
-Εμπάργκο θα πει αποκλεισμός. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απαγορέψει τις
εμπορικές συναλλαγές με την Κούβα.
-Κι εσύ μαμά, φώναξε η Έλλη, θέλω να μου δώσεις αμέσως ένα μεγάλο κύπελλο με
γάλα να το βάλω στο πιατάκι της γάτας μας, φώναξε με ύφος που δεν σήκωνε
αντίρρηση. Κι εκείνη την τρύπα στο φράχτη να τη φράξεις μπαμπά, να μη μπορούν
τα γατάκια να βγουν στο δρόμο. Κι αν αρρωστήσει κανένα, να σπάσετε τον κουμπαρά
μου και να φωνάξετε τον κτηνίατρο.
-Ότι πεις εσύ κούκλα μου, είπε η μαμά της και την αγκάλιασε τρυφερά.
Αγκαλιασμένες μάνα και κόρη κοίταζαν τις φλόγες που είχαν φουντώσει στο τζάκι.
Ένας αρσενικός γάτος άρχισε να νιαουρίζει στη διπλανή ταράτσα, φλερτάροντας τη
μαμά-γάτα. Αυτή όμως δεν του έδωσε σημασία. Όλη της η προσοχή και η φροντίδα
ήταν τώρα στραμμένη στα μικρά της. (σελ. 29-33)
6.Το τελευταίο μάθημα (φυτοφάρμακα)
Ήταν το τελευταίο μάθημα της
χρονιάς. Είχαν τελειώσει όλη την ύλη, είχαν κάνει τις απαραίτητες επαναλήψεις,
και η δασκάλα θεώρησε σκόπιμο να μιλήσουν λίγο για τα μεγάλα προβλήματα της
εποχής, και κυρίως τα οικολογικά προβλήματα. Το μάθημα γινόταν ελεύθερα, κάθε
παιδί έκανε ερωτήσεις, ή αντίθετα η δασκάλα έκανε ερωτήσεις και απαντούσαν τα
παιδιά.
-Κυρία, ρώτησε κάποια στιγμή ο Μανώλης, γιατί τα πορτοκάλια που μας στέλνει η
θεία μου η Μαρίκα από το περιβόλι μας στο χωριό είναι πιο νόστιμα απ’ αυτά της
λαϊκής και του μανάβη;
-Να πω εγώ κυρία; Πετιέται ο Βλάσης.
-Λέγε παιδί μου.
-Οι παραγωγοί, επειδή τα έχουνε για πούλημα, τους ρίχνουνε ένα σωρό φυτοφάρμακα
και λιπάσματα, για να έχουν πιο καλή σοδειά. Στο χωριό όμως, που οι άνθρωποι
δεν τα πουλάνε αλλά τα έχουνε για να τα τρώνε οι ίδιοι, δεν τους βάζουν τέτοια
πράγματα, γι αυτό είναι πιο νόστιμα.
-Σε όλα τα φρούτα και τα λαχανικά που αγοράζουμε, και γενικά σε όλα τα αγροτικά
προϊόντα, βάζουν λιπάσματα και φυτοφάρμακα, πετάχτηκε η Πηνελόπη. Όλα αυτά
βλάφτουν την υγεία μας και πρέπει να απαγορευτούν. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι,
ακίνδυνοι για την υγεία, για να προστατέψουμε και να αυξήσουμε την παραγωγή. Το
διάβασα σε ένα περιοδικό του «Συλλόγου Οικολογικής Γεωργίας» που λέγεται
«Βιοκαλλιέργειες».
-Κυρία κυρία, πετάχτηκε ο Μπόμπος.
-Λέγε κι εσύ Μπόμπο, έχεις να προσθέσεις τίποτα;
-Να, κυρία, πριν έλθω στο σχολείο έφαγα δυο πορτοκάλια απ’ αυτά που αγόρασε
χθες η μάνα μου από τη λαϊκή, και τώρα είμαι άρρωστος. Να πάω στο σπίτι;
Όλη η τάξη ξέσπασε στα γέλια. Τον ήξεραν τον Μπόμπο.
-Δεν θα πας πουθενά Μπόμπο, εδώ θα κάτσεις.
-Μα, κυρία, αφού η Πηνελόπη είπε πως στα φρούτα που αγοράζουμε βάζουν
φυτοφάρμακα και λιπάσματα που βλάφτουν την υγεία μας... πήγε να διαμαρτυρηθεί ο
Μπόμπος.
-Σιωπή!
Ο Μπόμπος ζάρωσε σαν βρεγμένη γάτα στο θρανίο του.
-Καλά κυρία, αλλά να ξέρετε, άμα πεθάνω, εσείς θα φταίτε, μουρμούρισε, αρκετά
δυνατά όμως ώστε να τον ακούσει όλη η τάξη.
Η συζήτηση πέρασε μετά στα πειράματα με ζώα. Η δασκάλα τους είπε ότι πολλά ζώα
ταλαιπωρούνται στα εργαστήρια των επιστημόνων, βασανίζονται και υποφέρουν πριν
πεθάνουν, και ότι αυτό δεν είναι σωστό. Πρέπει τα πειράματα αυτά να
απαγορευτούν.
-Κυρία, ο Παυλώφ δεν ήταν αυτός που άνοιγε τους λαιμούς των σκυλιών για να
φεύγει από εκεί το σάλιο τους και να το μετράει; Ρώτησε ο Μιχάλης.
-Ναι Μιχάλη. Ο Παυλώφ έκανε έρευνα πάνω στα λεγόμενα «εξαρτημένα ανακλαστικά».
Είχε συνδυάσει τον κτύπο του κουδουνιού με το φαγητό, και τα κατάφερε ώστε στο
τέλος να τρέχουν τα σάλια των σκυλιών κάθε φορά που άκουγαν τον ήχο του
κουδουνιού.
-Κυρία κυρία, πετάχτηκε ο Νίκος, να σας φέρω ένα παράδειγμα εξαρτημένων
ανακλαστικών;
-Για λέγε παιδί μου.
-Ο Μπόμπος. Δεν έχετε παρατηρήσει πως μόλις κτυπήσει το κουδούνι πετάγεται σαν
σφαίρα έξω;
-Όλοι γέλασαν, μαζί και η δασκάλα. Μόνο ο Μπόμπος είχε γουρλώσει τα μάτια του
όλος απορία. Μετά έβαλε τα κλάματα.
-Καλά κυρία, εγώ θα το πω στη μαμά μου ότι κάνετε πειράματα πάνω μου χωρίς να
το ξέρω, να το πει του διευθυντή.
-Έλα βρε Μπόμπο, τι πειράματα;
-Εξάλλου εσύ Μπόμπο δεν είσαι ζώο, είσαι; Τον κάρφωσε ο Παντελής.
-Ναι, καλά λες, συμφώνησε ο Μπόμπος μετά από σκέψη.
-Εσύ Μπόμπο δεν έχεις παρά να μην πετάγεσαι έξω κάθε φορά που ακούς το
κουδούνι. Εγώ μπορεί να μην έχω τελειώσει το μάθημα, να έχω ακόμη κάτι να σας
πω. Το κουδούνι είναι για μένα, για να ολοκληρώσω γρήγορα το μάθημα και να σας
αφήσω μετά να βγείτε έξω στην αυλή να παίξετε, και όχι για σας, να πετάγεστε
σαν βολίδα έξω μόλις το ακούτε.
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το κουδούνι. Ο Μπόμπος έκανε να τιναχτεί πάνω, αλλά
συγκρατήθηκε.
-Μπράβο Μπόμπο, αυτή τη φορά τα κατάφερες. Είδες λοιπόν πως δεν έκανα κανένα
πείραμα πάνω σου; Είπε η δασκάλα. Λοιπόν, παιδιά μου, απευθύνθηκε μετά σε όλη
την τάξη, πριν φύγετε, έχει να ρωτήσει κανείς σας τίποτα;
-Εγώ κυρία, πετάχτηκε ο Μπόμπος.
-Για λέγε Μπόμπο.
-Αν δέσει κανείς ένα ντενεκεδόκουτο στην ουρά ενός σκύλου ή μιας γάτας, είναι
πείραμα;
-Δεν πιστεύω να κάνεις τέτοιο πράγμα στα κακόμοιρα τα ζώα Μπόμπο.
-Μάλιστα κυρία, το κάνω πότε πότε. Όμως αν είναι πείραμα, να μην το ξανακάνω.
-Πείραμα είναι Μπόμπο.
-Εν τάξει κυρία, τότε δεν το ξανακάνω.
-Παιδιά, σας εύχομαι καλές διακοπές.
-Επίσης κυρία.
-Γεια σας.
-Γεια σας κυρία. (σελ. 33-35)
Μέρος δεύτερο
7. Το παραμύθι του αύριο (φαινόμενο του θερμοκηπίου)
Ήταν μια φορά και έναν καιρό, παιδιά μου, μια μεγάλη ήπειρος. Ο λαός της
ήταν πλούσιος, δυνατός και τρισευτυχισμένος. Τουλάχιστον έτσι λένε οι
παραδόσεις μας. Έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε, μα η ανάμνηση εκείνου
του λαού και αυτής της χρυσής, για την ανθρωπότητα, εποχής δεν έχει σβήσει και
ούτε θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μας. Η μοίρα, όμως αυτού του λαού ήταν
πραγματικά τραγική. Τον κατάπιε η θάλασσα.
Μα γίνεται η θάλασσα να καταπιεί έναν ολόκληρο λαό, μια ολόκληρη ήπειρο;
Αν γίνεται λέει!
Τώρα η ήπειρος αυτή είναι βυθισμένη κάτω από τη θάλασσα. Όμως, κανείς δεν ξέρει
σε πιο σημείο. Υποθέσεις κάνουμε. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, βρίσκεται εκεί
που είναι η θάλασσα, η οποία φέρει το όνομα της.
- Η Ατλαντίδα;
- Ποια Ατλαντίδα; Αυτή ανήκει στην προϊστορία της ανθρωπότητας. Για την Ευρώπη
σας μιλώ, που κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται θαμμένη κάτω από τα νερά του
Ευρωπαϊκού ωκεανού.
Απ' αυτή την ήπειρο δεν έμεινε ίχνος. Πιστεύεται, όμως, ότι η Αλπική νήσος
πρέπει να ήταν κορυφή ενός βουνού της, πιθανότατα του μεγαλύτερου. Κάτι μεγάλες
πλαστικές λεκάνες που βρέθηκαν σε κάτι ανασκαφές εκεί, πιστεύεται ότι ανήκουν
σε εκείνη την εποχή.
Τώρα πώς έγινε και σκεπάστηκε ολόκληρη η ήπειρος κάτω από το νερό; Θα σας πω.
Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν είχαν φωτοηλεκτρικά κύτταρα, τουλάχιστον με
την εξελιγμένη τεχνολογία που έχουμε εμείς σήμερα, ούτε ήξεραν να παίρνουν το
οξυγόνο και το υδρογόνο από το νερό με εύκολο τρόπο. Για τις ανάγκες τους
χρησιμοποιούσαν ξύλα, κάρβουνο και προ πάντων πετρέλαιο, που το είχαν τότε τόσο
άφθονο, ώστε το χρησιμοποιούσαν κυρίως για παραγωγή ενέργειας και όχι στη
φαρμακοβιομηχανία, όπως εμείς σήμερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι με τις καύσεις
αυτών των υλικών, το διοξείδιο του άνθρακα αυξήθηκε τρεις και τέσσερις φορές
πιο πάνω από ότι ήταν αρχικά. Άρχισε τότε να λειτουργεί όπως τα πλαστικά
καλύμματα στα θερμοκήπια. Δεν άφηνε τη θερμότητα που αποκτά η γη από την ηλιακή
ακτινοβολία να αντανακλαστεί πίσω στο διάστημα, με αποτέλεσμα να ανέβει η
θερμοκρασία της. Έτσι λιώσανε οι πάγοι στους πόλους, ανέβηκε η στάθμη της
θάλασσας και τα νερά κατέκλυσαν τα πάντα. Η ξηρά που έχουμε εμείς τώρα, δεν
είναι ούτε το ένα δέκατο της ξηράς που υπήρχε εκείνη την εποχή.
- Καλά, θα μου πείτε, και δε μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο να απαλλαγούν από
αυτό το διοξείδιο του άνθρακα; Και μας τους επαινούσες τόσο πολύ!
- Ναι, τους επαινούσα. Ήσαν πράγματι αξιοζήλευτοι. Είχαν καταφέρει ένα σωρό
πράγματα, απίστευτα για τις συνθήκες εκείνης τις εποχής. Έτσι, όμως, πήραν τα
μυαλά τους αέρα.
"Πού θα πάει, έλεγαν, θα βρούμε έναν τρόπο να ξεφορτωθούμε το διοξείδιο
του άνθρακα".
Κούνια που τους κούναγε! Όταν είδαν και αποείδαν ότι δε θα κατάφερναν να βρουν
κανέναν τέτοιο τρόπο, η θάλασσα τους είχε πάρει κιόλας τη μισή γη. Και να πείτε
πως δεν μπορούσαν να προλάβουν το κακό! Μπορούσαν και παραμπορούσαν. Τι
χρειαζόταν γι' αυτό; Να παρατήσουν το πετρέλαιο. Είχαν ένα σωρό ποτάμια,
αέρηδες φυσούσαν πολλοί, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και τη δύναμη των
κυμάτων, τη θερμότητα της γης. Μόνο που η παραγωγή ενέργειας μ' αυτό τον τρόπο
κόστιζε και καθώς είχαν αποδυθεί σε έναν άγριο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ
τους, κοίταζαν να παράγουν πιο φτηνά, με τον πιο εύκολο τρόπο, για να κάνουν
λέει ανταγωνιστικά τα προϊόντα τους. Και ο μόνος τρόπος για να το πετύχουν
αυτό, ήταν να χρησιμοποιούν πετρέλαιο.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τα δάση, όπως ξέρετε, διασπούν το διοξείδιο του
άνθρακα σε οξυγόνο και άνθρακα, με τη φωτοσύνθεση των φύλλων των δέντρων τους.
Και οι ανόητοι οι άνθρωποι, αντί να τα προστατεύσουν, τα έκοψαν ή τα έκαψαν,
για να τα κάνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οικόπεδα. Τώρα, όλα τα έχει
σκεπάσει η θάλασσα και τα κόκαλά τους μουλιάζουν στο αλατόνερο.
Η ιστορία αυτή που σας λέω δεν είναι ψεύτικη, όπως είναι οι ιστορίες για δράκους
και νεράιδες, απλώς δεν έχει συμβεί ακόμη ή μάλλον, τώρα βρισκόμαστε στην αρχή
της. Και αν δεν κάνουμε κάτι να προλάβουμε το κακό, τα κόκαλα των παιδιών μου
και των παιδιών σας, θα μουλιάζουν μέσα στο αλατόνερο. (σελ. 39-41).
8. Ο Φρίξος και η Μαρίνα (ευτροφισμός)
Τιμήθηκε το 1993 με το πρώτο βραβείο του ετήσιου παγκρήτιου λογοτεχνικού
διαγωνισμού του Πνευματικού και Πολιτιστικού Κέντρου του δήμου Αγίου Νικολάου,
συνοδευόμενο με το ποσό των 80.000 δραχμών. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα ότι
το δραματοποίησε μια δασκάλα και το παρουσίασε με τους μαθητές της)
Ο Φρίξος ξύπνησε εντελώς κακοδιάθετος εκείνο το πρωί. Είχε ένα τρομερό
πονοκέφαλο και μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράγχιά του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά
καθώς προσπαθούσε να αναπνεύσει το λιγοστό οξυγόνο που βρισκόταν διαλυμένο στο
νερό. Κουνώντας κουρασμένα την ουρά του αριστερά και δεξιά, κατευθύνθηκε προς
την επιφάνεια του νερού. Ο καλοκαιριάτικος ήλιος έλαμπε από πάνω. Όμως, από το
λαμπερό του φως πολύ λίγο έφτανε μέχρι το βυθό της λίμνης. Το εμπόδιζαν κάτι
μικροσκοπικά φύκια που έφταναν σχεδόν μέχρι την επιφάνεια.
Αυτά τα φύκια, τα τελευταία χρόνια,
είχαν κάνει πολύ μεγάλη ζημιά σε όλα τα ψάρια. Εμφανίσθηκαν ξαφνικά κι άρχισαν
να πληθαίνουν σαν τις μύγες. Όσο πλήθαιναν αυτά, τόσο άρχιζαν να έχουν
πονοκέφαλο και δυσκολία στην αναπνοή τους τα ψάρια. Όλα τους ήταν άρρωστα και
πολλά πέθαναν.
Η Μαρίνα, η φιλενάδα του Φρίξου, ήταν από τα τελευταία
που πέθαναν. Άργησε μια μέρα να έλθει στο ραντεβού τους και ο Φρίξος ανήσυχος
έτρεξε στη γωνίτσα με το βραχάκι, κάτω από το οποίο είχε το σπίτι της η Μαρίνα.
Τη βρήκε να επιπλέει στην επιφάνεια, πάνω από το βραχάκι, άψυχη, με την άσπρη
κοιλίτσα της γερμένη στο πλάι.
Ο καημένος ο Φρίξος! Αν τα δάκρυα
των ψαριών δεν διαλύονταν αμέσως στο νερό, θα μπορούσε να δει κανείς ότι έκλαψε
πολύ. Γιατί κλαίνε και τα ψάρια. Γι αυτό και το νερό ης θάλασσας είναι αλμυρό.
Στις λίμνες όμως τρέχουν ένα σωρό νερά από τη βροχή και τα ποτάμια ολόγυρα, γι'
αυτό το νερό τους δεν προλαβαίνει να αλμυρίσει.
Τα ποτάμια όμως αυτά, αν και
ξαλμυρίζουν το νερό της λίμνης, του κάνουν άλλο κακό. Είναι γεμάτα με φώσφορο
από τα απορρυπαντικά και με αμμωνίες από τα λιπάσματα.
Που να 'ξερε ο φουκαράς ο Φρίξος ότι αυτή ήταν η αιτία που πλήθυναν
τόσο τα φύκια και, καθώς ήθελαν οξυγόνο να αναπνεύσουν -γιατί αναπνέουν και τα
φύκια, όπως άλλωστε κι όλα τα φυτά- το οξυγόνο της λίμνης λιγόστεψε κι έτσι
αρρώστησαν τα ψάρια. Την αγαπούσε πολύ τη Μαρίνα ο Φρίξος. Το φθινόπωρο
λογάριαζαν να παντρευτούν. Χήρεψε πριν προλάβει να παντρευτεί ο φουκαράς.
Όσο προχωρούσε η μέρα, τόσο και πιο άσχημα ένιωθε ο Φρίξος. Η
αναπνοή του δυσκόλευε περισσότερο. Νόμιζε πως θα λιποθυμήσει. Ξαφνικά, όλα
άρχισαν να γυρίζουν γύρω του. Ένιωθε να βγαίνει έξω από το σώμα του. Ένιωθε να
βυθίζεται αργά-αργά μέσα στη σκουροπράσινη μάζα των φυκιών.
Όμως, όχι για πολύ. Σε μια στιγμή του φάνηκε
ότι άρχισε να ανεβαίνει. Όταν έφτασε στην επιφάνεια, συνέβη κάτι το περίεργο.
Ένιωσε να βγαίνει έξω από το σώμα του. Ενώ το σώμα του έμεινε στην επιφάνεια
του νερού, ο ίδιος υψώθηκε στον αέρα. Ένιωσε να μπαίνει σε μια ολοφώτεινη
σήραγγα που στόμιο της ήταν η στρογγυλή επιφάνεια της λίμνης. Καθώς
απομακρυνόταν, η λίμνη μίκραινε όλο και περισσότερο. Γύρισε τότε πίσω του να
δει προς τα πού πήγαινε και είδε ότι κατευθυνόταν σε μια υπέρλαμπρη πηγή φωτός.
Το φως αυτό ήταν αλλιώτικο από τα
άλλα. Δε φώτιζε απλώς. Μύριζε κιόλας. Ένιωθε μια γλυκιά γεύση στα χείλη του.
Όσο περισσότερο το ένιωθε να κατακλύζει τις αισθήσεις του, τόσο περισσότερο τον
κυρίευε μια γλυκιά ευδαιμονία, μια άφατη γαλήνη.
-------------------------
-"Κοίτα Φαίη, ένα ψαράκι ψόφιο στη λιμνούλα", είπε ο
Μανωλάκης δείχνοντας ένα ψαράκι μπερδεμένο μέσα στα φύκια της λίμνης, που έφταναν μέχρι την
επιφάνεια.
-"Το καημένο", ψιθύρισε η Φαίη,"πόσες ώρες
να βρίσκεται άραγε εκεί νεκρό; Κι είναι τόσο όμορφο"!
Κάθισαν στην άκρη τις λιμνούλας και το χάζευαν,
μέχρι που κι οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου κρύφτηκαν πίσω από τον απέναντι
λόφο κι άρχισε να φυσάει απαλό, ψυχρό, βραδινό αεράκι. Πήρε τότε ο Μανωλάκης τη
Φαίη από το χεράκι κι έφυγαν. (σελ. 42-44)
9. Ο χορός της βροχής (όξινη βροχή)
Τα δυο έλατα ανατρίχιασαν καθώς το ψυχρό αεράκι διαπέρασε το φύλλωμα τους.
Ο ουρανός μαύρισε ξαφνικά. Προμηνυόταν βροχή.
-Πάλι θα βρέξει, ψιθύρισε στη γλώσσα των δέντρων το μεγάλο έλατο στο μικρό, που
στεκόταν πλάι του. Ποιος θα το φανταζόταν ότι αυτό που άλλοτε ήταν ευλογία για
μας τα δέντρα, η βροχή, να έχει τώρα καταντήσει σωστό μαρτύριο.
-Πράγματι, είναι μαρτύριο αφόρητο, συμφώνησε και το μικρό ελατάκι, όμως είναι
άδικο. Όλα τα ζώα θα τρέξουν να κρυφτούν τώρα με τη βροχή, ενώ εμείς,
καταδικασμένοι, είμαστε εκτεθειμένα στο καθετί, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε
τίποτα.
-Αχ! Αναστέναξε το μεγάλο έλατο. Κάθε σταγόνα της βροχής είναι και μια τσιμπιά
στο φύλλωμά μου. Έτσι θα νιώθει και η νοικοκυρά όταν την πιτσιλίζει τηγανιτό
λάδι. Πόνος αφόρητος. Κοίταξε τα φύλλα μου, κιτρίνισαν, γέρασα πριν την ώρα
μου.
-Τι να πω εγώ, που κιτρίνισαν και μένα τα φύλλα μου και δεν πρόλαβα καν να
μεγαλώσω όπως εσύ, πρόσθεσε με παράπονο το μικρό ελατάκι.
Τότε άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Τα βογκητά των δύο ελάτων πνίγηκαν
σε λίγο στο δυνατό θόρυβο της βροχής. Όμως, έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσε να τα
ακούσει άνθρωπος, γιατί είναι σε μια μυστική γλώσσα και χρειάζονται ειδικά
μηχανήματα για να την παρακολουθήσει κανείς, σαν αυτά που περιγράφουν στο
βιβλίο τους "Η μυστική ζωή των φυτών", οι Τόμπκινς και Μπέρντ. Οι
συγγραφείς αυτοί μας έμαθαν ότι και τα φυτά αισθάνονται και πονούν όπως και οι
άνθρωποι και αντιδρούν στην μουσική και στην αγάπη που τους δείχνει κανείς.
Την επομένη ένας λαμπρός ήλιος φώτιζε τα πάντα γύρω. Τα δύο έλατα είχαν
συνέλθει κάπως από το χθεσινό μαρτύριο και χαίρονταν τις ακτίνες του. Στο
βάθος, όμως υψωνόταν μια μαύρη στήλη καπνού, από την καμινάδα ενός εργοστασίου
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτούσε με ρεύμα την περιοχή. Τα δύο
έλατα κοίταξαν περιφρονητικά προς το μέρος του.
Ήταν μια ασχήμια μέσα στο όμορφο τοπίο. Πού να ξέρουν ότι ο καπνός αυτός,
γεμάτος διοξείδιο του θείου, θα ανακατευόταν με τα σύννεφα, και η βροχή που θα
έριχναν αυτά μετά θα ήταν τόσο όξινη, σα βιτριόλι! Μα και να το ήξεραν τι θα
άλλαζε; Σε ποιόν να διαμαρτυρηθούν και πώς; Μόνο αν τα έβλεπαν οι άνθρωποι σε
αυτά τα χάλια και τα λυπόντουσαν θα μπορούσε να γίνει κάτι.
Ξαφνικά, τα δυο έλατα ένιωσαν έντονη τη μυρουδιά καπνού. Όμως δεν μπορούσε να
είναι ο καπνός από το εργοστάσιο, που ήταν μακριά. Κοίταξαν γύρω τους και είδαν
πυκνά σύννεφα καπνού να υψώνονται πίσω από τον ανατολικό λόφο. Πυρκαγιά!
-Να λοιπόν που δε θα προφτάσουμε ούτε από πρόωρα γεράματα να πάμε, μονολόγησε
πικραμένο το μεγάλο έλατο. Θα καούμε ζωντανά.
-Μανούλα μου, φώναξε απελπισμένα το μικρό ελατάκι. Και τώρα τι θα γίνει;
-Θα καούμε. Όμως, εσύ μην παραπονιέσαι. Τόσο μικρό που είσαι, σίγουρα θα
γινόσουνα χριστουγεννιάτικο δέντρο τα Χριστούγεννα που μας έρχονται. Και τότε
θα αργοπέθαινες μέσα σε ένα διαμέρισμα, φορτωμένο φώτα και δωράκια για
κακοαναθρεμμένα παιδιά από άκαρδους γονείς. Τώρα, τουλάχιστον, θα πας μια κι
έξω.
-Δε θέλω να πεθάνω, έκλαιγε το μικρό ελατάκι.
-Ξέρεις κανέναν που να θέλει;
-Ώστε, λοιπόν, εμείς τα δέντρα είμαστε καταδικασμένα;
-Και όλα τα ζώα που βρίσκουν καταφύγιο κοντά μας, ιδιαίτερα αν είναι μικρά,
οπότε στα σίγουρα δε θα προλάβουν να απομακρυνθούν.
-Αλίμονο!
Το μεγάλο έλατο προσπάθησε να το παρηγορήσει.
-Μη στεναχωριέσαι, του λέει, κάποτε θα αλλάξουν τα πράγματα. Λένε πως μετά το
θάνατο όλα τα όντα αλλάζουν σαρκικό περίβλημα. Για παράδειγμα, εμείς και τα ζώα
γινόμαστε άνθρωποι και οι άνθρωποι ζώα και φυτά. Όταν και ο τελευταίος άνθρωπος
θα γίνει ζώο ή φυτό και οι άνθρωποι που θα ζουν στο εξής θα προέρχονται από
φυτά και ζώα, καθώς θα θυμούνται ότι κατάγονται από εμάς θα μας σέβονται και θα
μας προστατεύουν. Τότε, δε θα υπάρχουν πια κυνηγοί και τα παιδάκια δε θα
τραβάνε τις ουρές των γάτων και δε θα ξεριζώνουν λουλουδάκια, ούτε θα κόβουν
άνθη και κλαδάκια από τα δέντρα, αλλά θα περνάνε δίπλα τους, θα τα μυρίζουν και
θα τα καμαρώνουν. Τότε, όλα τα πλάσματα πάνω στη γη θα ζήσουν ευτυχισμένα και ειρηνικά.
Το μικρό έλατο άκουγε εκστασιασμένο. Να, έβλεπε κιόλας τον εαυτό του άνθρωπο,
να ποτίζει ένα δεντράκι και να ρίχνει σπόρους στα πουλάκια. Τι ευτυχία!
Εν τω μεταξύ η φωτιά όλο και πλησίαζε. (σελ. 45-47)
10. Η κακιά νεράϊδα (Η τρύπα του όζοντος)
Μπα, πια είναι πάλι τούτη; αναρωτήθηκε η Όζη, βλέποντας την
καινουργιοφερμένη να αναδύεται από τα βάθη της ατμόσφαιρας και να κατευθύνεται
με ταχύτητα στην στρατόσφαιρα, το δικό της βασίλειο, που βρισκόταν πιο ψηλά και
από το βασίλειο του Δία, τον Όλυμπο, κι' από όπου μπορούσε να δει καθαρά τη γη
σαν ένα μεγάλο πορτοκάλι.
Την έβλεπε να περνάει σαν βολίδα μέσα από καφετιά σύννεφα, λουσμένη στο φως,
και να κατευθύνεται προς το μέρος της.
Όσο πλησίαζε, έβλεπε πως επρόκειτο για μια γιγαντόσωμη κοπέλα με αθλητικό
παράστημα και δυνατά μπράτσα. Από ομορφιά όμως δεν έλεγε και μεγάλα πράγματα.
-Βρε καλώς την, της είπε όταν εκείνη έφτασε δίπλα της, κόβοντας ταχύτητα, γιατί
φαίνεται ότι μέχρι εδώ ήταν ο προορισμός της. Τι να την θέλει άραγε; -Γεια σου,
εσύ δεν είσαι η Όζη; -Μπα, με ξέρεις; Κι' από πού; -Για σένα έρχομαι. -Για
μένα;
-Ναι, για σένα. «Όζον» δεν είναι το κανονικό σου όνομα; -Κι εσύ ποια είσαι; -Με
λένε Χλώρα. -Α! Φλώρα.
-Όχι Φλώρα, Χλώρα. Το πλήρες μου όνομα είναι Χλωροφθοράνθρακα, αλλά έτσι με
φωνάζουν χαϊδευτικά οι φίλοι μου οι επιστήμονες κάτω στη γη.
-Καλά, Φλώρα.
Η καημένη η Όζη βαριάκουε. Ήταν, κιόλας, τόσο σαστισμένη μπροστά στη
γιγαντόσωμη νεοφερμένη, σε σύγκριση με την οποία η ίδια ήταν μια σταλίτσα, ώστε
απ' την τρομάρα της δεν μπόρεσε να ακούσει καθαρά το όνομα.
-Εσύ παιδί μου είσαι θεόκουφη. Είπαμε, Χλώρα.
Τώρα επιτέλους άκουσε σωστά το όνομα.
-Καλά, Χλώρα, και τι θέλεις εδώ;
-Τι θέλω εδώ; Εδώ πρόκειται στο εξής να κατοικήσω. Και εσύ, όπως καταλαβαίνεις,
πρέπει να παίρνεις δρόμο.
-Και γιατί παρακαλώ; Φώναξε έκπληκτη και αγανακτισμένη η Όζη, που άρχισε εν τω
μεταξύ να ανακτά την αυτοκυριαρχία της.
-Τι θα πει γιατί. Εγώ καλά ήμουν κάτω στη γη. Όμως, οι κακοί άνθρωποι με
έπιασαν με τη δίδυμη αδελφή μου και μας πακετάρισαν σε σπρέι και μας έβαλαν να
τους καθαρίζουμε τις μασχάλες, είμαστε λέει αποσμητικά, να σκοτώνουμε τις
κατσαρίδες, είμαστε λέει εντομοκτόνα. Και που δεν μας έβαλαν. Ακόμη και σε
ψυγεία, να φυσάμε συνέχεια το παγωτό τους μη ζεσταθεί και λιώσει. Όμως, εγώ,
ξέρεις, δεν είμαι για τέτοιες δουλειές, είμαι αλλεργική. Έτσι, τους την
κοπάνησα. Και να με!
-Και τώρα εγώ τι θα κάνω;
-Δεν είπαμε ότι πρέπει να του δίνεις;
-Και πού να πάω;
-Ξέρω 'γω, κατέβα κάτω στη γη.
-Στη γη; Εκεί θα κάνω μεγάλη ζημιά στους ανθρώπους. Χωρίς να το θέλω τρυπώνω
στα πνευμόνια τους και τους κάνω κακό. Ρώτα τις ξαδέρφες μου, που βρίσκονται
κάτω στη γη. Θα τις βρεις όπου υπάρχουν αυτοκίνητα. Άσε που νιώθω τόσο
στενάχωρα εκεί μέσα. Είναι όλοι τους στη γη τόσο θεριακλήδες, καπνίζουν σαν
φουγάρα, τα πνευμόνια τους είναι γεμάτα καρκινογόνες ουσίες. Εκείνοι δεν τις
βλέπουν, μα εγώ που τις βλέπω ξέρω πόσο φρικτές είναι. Ενώ εδώ πάνω έχει καθαρό
αέρα. Και τους προστατεύω κιόλας.
-Τους προστατεύεις;
-Ναι, τους προστατεύω από την Ιώ. Ωραίο όνομα, ε;
"Υπεριώδης" είναι το κανονικό της όνομα, το Ιώ είναι το χαϊδευτικό
της. Λοιπόν, αυτή η Ιώ, παρά το ωραίο της όνομα, είναι γεμάτη μοχθηρία. Αυτή
έχει για πατέρα της τον Ήλιο. Όμως είναι τόσο κατεργάρα και μοχθηρή, που δεν
κάθεται δευτερόλεπτο κοντά του. Τρέχει να βρει και να πειράξει τους ανθρώπους.
Έχει γεμάτες τις τσέπες της με μικροσκοπικά καβουράκια και τα αδειάζει πάνω στα
μάτια και στο δέρμα τους. Σε λίγο οι άνθρωποι τυφλώνονται ή παθαίνουν καρκίνο
και πεθαίνουν. Αυτό βέβαια, αν καταφέρει και ξεφύγει από την άγρυπνη επιτήρηση
μου. Τώρα τελευταία έχει βρει κάτι κρυφά περάσματα, κάτι τρύπες, και όλο μου
ξεφεύγει. Λαχανιάζω από το τρέξιμο, να βρίσκομαι τη μια εδώ, την άλλη εκεί, μη
μου ξεφύγει. Πολλές φορές την προφταίνω, άλλες όχι. Οι άνθρωποι αρχίζουν να
παραπονιούνται, όλο και πιο πολλοί παθαίνουν καταρράκτη ή πεθαίνουν από καρκίνο
του δέρματος.
-Κακομοίρα μου, είσαι τόσο ανόητη. Η Ιώ είναι η καλύτερή μου φίλη. Και αν
ανέβηκα εδώ πάνω, είναι για να την ελευθερώσω από σένα. Γι αυτό, το καλό που
σου θέλω φύγε θεληματικά και ξέχνα τους ανθρώπους. Αφού, όταν με στέλνανε στις
αποστολές που σου περιέγραψα με την αδελφή μου, ξέρανε ότι θα το έσκαγα και θα
ερχόμουν εδώ πάνω να τα βάλω μαζί σου, για να ελευθερώσω την φίλη μου την Ιώ.
Τέτοιοι είναι οι άνθρωποι. Να κάνουνε τη δουλειά τους και εσύ να κόψεις το
λαιμό σου. Γι αυτό, το καλό που σου θέλω, φύγε μόνη σου, μη με αναγκάσεις να σε
διώξω με τη βία.
Η Όζη αναστέναξε. Είχε συνηθίσει τόσο καιρό να προστατεύει τους ανθρώπους. Και
αυτοί οι αχάριστοι τι κάνανε; Αφήσανε την Χλώρα να έλθει να την διώξει. Άξιζε
λοιπόν να δώσει αυτή την άνιση μάχη για πάρτη τους;
Δεν άξιζε. Η Όζη πήρε τα μπογαλάκια της να μετακομίσει σε πιο κάτω πάτωμα στα
ουράνια δώματα. Το 'ξερε πως δε θα άντεχε εκεί, πως θα πέθαινε. Και η Ιώ
ανενόχλητη θα κατέβαινε πια κάτω στη γη. Πόσοι άνθρωποι δε θα έχαναν τότε τη
ζωή τους!
Όμως καθώς έφευγε θυμήθηκε τα λόγια της Χλώρας. Η λύπηση τής έφυγε με μιας.
Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
"Καλά να πάθουν"! Είπε και συνέχισε το δρόμο της. (σελ. 48-50)
11. Αρνάκι άσπρο και παχύ, ποιάς μάνας του καμάρι; (γενετικά
πειράματα-κλωνοποίηση)
Η δασκάλα μπήκε αγανακτισμένη στην τάξη.
-Ο συμμαθητής σας ο Νίκος είναι τελικά ένα παλιόπαιδο. Τον είδα από μακριά να
μου τρυπά ένα από τα πισινά λάστιχα του αυτοκινήτου μου. Έτρεξα να τον πιάσω,
αλλά πρόλαβε και το βαλε στα πόδια. Να του πείτε ότι τον περιμένει τριήμερη
αποβολή.
Όλη την υπόλοιπη ώρα ήταν με τεντωμένα τα νεύρα της από τη σύγχυση. Κατσάδιασε
άγρια τη Μαίρη γιατί δεν ήξερε μια λεπτομέρεια από το μάθημα, κι αυτή έβαλε τα
κλάματα. Ήταν από τις πιο καλές μαθήτριες.
-Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι, προσπάθησε να την παρηγορήσει η δασκάλα, ζητώντας
της έμμεσα συγνώμη.
Στην παράδοση ο νους της έτρεχε ποιον να βρει να της αλλάξει τον τροχό. Σε κάτι
τέτοια δεν τα κατάφερνε καθόλου.
..................................................
-Ρε παλιόπαιδο, άρχισε τις φωνές μόλις μπήκε στην τάξη την επομένη ημέρα και
είδε το Νίκο στο κάθισμά του, γιατί το ’κανες αυτό;
-Ποιο κυρία; Έκανε γεμάτος έκπληξη ο Νίκος.
-Τι ποιο μωρέ, πας να μας παραστήσεις την οσία Μαρία. Γιατί μου τρύπησες το
λάστιχο;
-Εγώ, κυρία; Εγώ χθες ήμουν άρρωστος στο σπίτι, ρωτήστε και τους γονείς μου. Να
δείτε όμως που τη δουλειά την έχει σκαρώσει ο κλωνοποιημένος αδερφός μου.
-Τι έκανε λέει; Ρωτά όλο έκπληξη η δασκάλα.
-Ναι, κυρία, έχω δεκαπέντε κλωνοποιημένα αδέρφια, που μένομε σε διάφορες πόλεις
της Ελλάδος. Εδώ στην Αθήνα είμαστε εφτά. Οι γονείς μας δεν είχαν παιδιά, και
επειδή δεν έβρισκαν να υιοθετήσουν, αποφάσισαν να καταφύγουν στην κλωνοποίηση.
Πλήρωσαν όλοι μαζί ένα σωρό λεφτά σε ένα ερευνητικό κέντρο, λάδωσαν και
υπουργούς και κυβερνήσεις για να αλλάξουν το νόμο, γιατί μέχρι τότε
απαγορευόταν η κλωνοποίηση στον άνθρωπο, και να ’ μαστε εμείς, οι πρώτοι
κλωνοποιημένοι άνθρωποι, όλοι από το ίδιο κύτταρο, πιο όμοιοι και από δίδυμοι.
Αν μαζευτούμε όλοι μαζί, δεν μας ξεχωρίζουν. Μια φορά το χρόνο γιορτάζουμε τα
γενέθλιά μας στα goodies. Πλάκα που έχει. Όταν έρχονται οι γονείς μας να μας
πάρουν, δεν μας ξεχωρίζουν. Εμείς πρέπει να πάμε κοντά τους.
-Αλήθεια λες; ρωτάει δύσπιστα η δασκάλα.
-Μα, κυρία, στην καρτέλα μου το γράφει ότι είμαι κλωνοποιημένος, μπορείτε να το
δείτε στο διάλειμμα.
-Χμ! Και πώς ξέρω αν λες αλήθεια, και δεν ήσουν εσύ;
-Εγώ σας είπα ότι ήμουν άρρωστος. Μάλλον κάποιος άλλος μαθητής σας, από περυσινή
τάξη, έβαλε ένα φίλο του, που έτυχε να είναι ένας από τους κλωνοποιημένους
αδερφούς μου, να σας τρυπήσει το λάστιχο, γιατί φοβήθηκε να το κάνει ο ίδιος,
μήπως τον τσακώσετε.
-Έχεις φανταστεί τι συνέπειες μπορεί να έχει στη ζωή σας αυτή η κλωνοποίηση;
Ρώτησε η δασκάλα, που ξέχασε προς στιγμή το τρυπημένο λάστιχό της μπροστά σ αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ο Νίκος έκανε μια γκριμάτσα, σημάδι
πως, πέρα από τη δικιά του αντίληψη, ήθελε να ακούσει την άποψή της.
-Να σου πω εγώ, συνέχισε η δασκάλα. Αν κάποιος από σας κάνει ένα έγκλημα και
αφήσει δαχτυλικά αποτυπώματα, θα σας τρέχουν όλους στο τμήμα για εξακρίβωση,
μια και όλοι σας θα έχετε τα ίδια δαχτυλικά αποτυπώματα. Θα πρέπει λοιπόν να
έχετε άλλοθι, πού ήσασταν τη συγκεκριμένη ώρα που έγινε το έγκλημα. Και ο μεν
εγκληματίας θα έχει φροντίσει να βρει ένα άλλοθι, ενώ εσύ που καθόσουν μόνος
σου στο σπίτι και άκουγες μουσική ή κοιμόσουνα, θα βρεις τον μπελά σου.
-Λέτε κυρία; Ρωτάει ανήσυχα ο Νίκος.
-Ακριβώς έτσι θα γίνει. Γενικά πάντως η κλωνοποίηση είναι επικίνδυνη. Η ζωή για
να καταφέρει να διατηρηθεί πάνω στη γη πρέπει να έχει μια πολυμορφία, πρέπει να
υπάρχει γενετική ποικιλία. Φανταστείτε όλα τα πρόβατα που υπάρχουν στη γη να
προέρχονται μόνο από ένα κλώνο, ένα κλώνο που τον διαλέγουν γιατί βγάζει πολύ
γάλα, ή πολύ μαλλί, ή και τα δυο. Όμως, χωρίς να το ξέρουν οι επιστήμονες, ο
κλώνος αυτός είναι στενόθερμος, δηλαδή ευαίσθητος στο πολύ κρύο και στην πολύ
ζέστη. Μια φορά λοιπόν που γίνεται ένας φοβερός καύσωνας ή μια φοβερή παγωνιά,
πεθαίνουν όλα τα πρόβατα, και δεν μένει ίχνος πάνω στη γη. Ενώ με τη γενετική
ποικιλία που υπάρχει χωρίς την κλωνοποίηση, ακόμα και αν ψοφήσουν τα
περισσότερα, κάποια λίγα θα αντέξουν και θα δώσουν απόγονους που θα γεμίσουν
πάλι τη γη.
Έπεσε για λίγο σιωπή μέσα στην τάξη, καθώς τα παιδιά συλλογίζονταν τα λόγια της
δασκάλας τους.
-Κυρία, κυρία, πετάγεται ο Μπάμπης, άσσος στη βιολογία, σπάζοντας τη σιωπή.
Έχετε σκεφτεί τι έχει να γίνει όταν ο Νίκος και τα κλωνοποιημένα αδέρφια του
μεγαλώσουν και παντρευτούν;
-Σαν τι μπορεί να συμβεί;
-Να, όποιος λιμπιστεί τη γυναίκα του κλωνοποιημένου αδερφού του, θα την
πλευρίσει, κάνοντας τάχα ότι είναι ο άντρας της.
-Καλά λες, λέει η δασκάλα μετά από λίγη σκέψη, είναι πολύ πιθανόν να
συμβεί. Από αυτό το παλιόπαιδο τον αδερφό του θα πρέπει να τα περιμένει κανείς
όλα.
-Ω, ρε, τι έχει να γίνει! Πετάχτηκε τότε ο Μπόμπος από το τελευταίο κάθισμα στη
δεξιά γωνιά, όπου τον είχε βάλει η δασκάλα να κάθεται μόνος του.
-Εσύ Μπόμπο να το βουλώσεις, δεν χρειαζόμαστε τα σχόλιά σου. Αρκετά ανέκδοτα
έχεις τροφοδοτήσει τον κόσμο με τις ζαβολιές σου. Θα μιλάς μόνο όταν σε ρωτάνε,
και θα απαντάς μόνο σε ό, τι σε ρωτάνε, χωρίς παραπάνω σχόλια.
Ο Μπόμπος χωρίς να πει λέξη σηκώνεται από το κάθισμά του και κατευθύνεται προς
την πόρτα της αίθουσας, να βγει έξω.
-Ε! Μπόμπο, που πας; Τον ρωτά η δασκάλα.
-Είμαι μοναχοπαίδι και μ’ έχει φάει η μοναξιά, μονολογεί μιξοκλαίγοντας. Θα πάω
στο εργαστήριο κλωνοποίησης να τους πω να μου κάνουν κλωνοποιημένα αδερφάκια.
-Κάτσε αμέσως κάτω μη σε αρχίσω στις σφαλιάρες, του λέγει αγριεμένα η δασκάλα.
-Καλά κυρία, μουρμουρίζει και γυρίζει στη θέση του σαν βρεγμένη γάτα.
-Κυρία, κυρία, πετάγεται σχεδόν αμέσως μόλις κάθισε κάτω.
-Τι θέλεις πάλι.
-Σκέφτηκα ένα τρόπο για να μη γίνει χαρέμι η υπόθεση με τα κλωνοποιημένα
αδέρφια. Να σας τον πω;
Η κυρία έκανε αυθόρμητα να του πει να σκάσει, έλα όμως που την έτρωγε και η
περιέργεια. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν γυρίσει τα κεφάλια τους κοιτάζοντας τον
Μπόμπο, έτοιμα να σκάσουν στα γέλια.
-Να, κυρία, μπορούν να κάνουν τατουάζ, διαφορετικό ο καθένας τους, και έτσι θα
τους ξεχωρίζουν οι γυναίκες τους.
-Δεν είναι κι άσχημη η ιδέα σου.
-Κυρία, κυρία, πετάγεται πάλι.
-Λέγε Μπόμπο, τον ρωτάει ανυποψίαστη αυτή τη φορά.
-Να σας πω σε ποιο σημείο του σώματός τους να το κάνουν το τατουάζ;
-Σκασμός Μπόμπο, ούρλιαξε η δασκάλα, ενώ τα παιδιά ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. (σελ. 51-54)
12. Το παραμύθι της γιαγιάς (πυρηνικός όλεθρος)
Μια φορά και έναν καιρό ....
Έτσι άρχισε η γιαγιά το παραμύθι της, ενώ η εγγονούλα της, καθισμένη σταυροπόδι
στα πόδια της, σήκωσε το κεφάλι προς το πρόσωπό της, για να μη χάσει λέξη από
τα χείλη της.
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, οι άνθρωποι πάνω στη γη είχαν
χωριστεί σε δυο μεγάλες παρατάξεις. Οι μισοί ήσαν στην Ανατολή και οι άλλοι
μισοί στη Δύση. Δεν χωνευόντουσαν καθόλου μεταξύ τους. Δηλαδή, όχι ακριβώς οι
άνθρωποι, αλλά οι κυβερνήτες τους.
Οι κυβερνήτες που ήσαν στην Ανατολή κατηγορούσαν τους κυβερνήτες της Δύσης και
τους έλεγαν καπιταλιστές, ιμπεριαλιστές και εκμεταλλευτές των εργαζομένων. Οι
κυβερνήτες πάλι στη Δύση κατηγορούσαν τους κυβερνήτες στην Ανατολή ότι
καταπατούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν έδιναν στο λαό τους ελευθερίες.
Οι άνθρωποι, και στην Ανατολή και στη Δύση, παρακολουθούσαν μουδιασμένοι τους
καυγάδες των κυβερνητών τους. Αυτοί είχαν άλλες σκοτούρες: να θρέψουν την
οικογένειά τους, να μορφώσουν τα παιδιά τους, και καθώς τα έφερναν βόλτα με
αρκετή δυσκολία, δεν πολυσκοτίζονταν για τους καυγάδες των κυβερνητών τους.
Όμως, ανησυχούσαν κιόλας, γιατί όλο απειλούσε ο ένας τον άλλο. Είχαν και
τρομερά όπλα και αν τα χρησιμοποιούσαν, θα την πλήρωναν όλοι τους. Και
πρώτα-πρώτα, βέβαια, οι απλοί άνθρωποι, γιατί οι κυβερνήτες σε περίοδο πολέμου
είχαν πού να κρυφτούν: στα αντιπυρηνικά καταφύγια. Οι κυβερνήτες, όσο πιο πολύ
φοβόντουσαν ο ένας τον άλλο, τόσο περισσότερο εξοπλίζονταν και όσο περισσότερο
εξοπλίζονταν, τόσο πιο πολύ φοβόντουσαν ο ένας τον άλλο.
Οι κυβερνήτες της Ανατολής, επειδή ποτέ δεν κατάφερναν, σε αυτή την κούρσα των
εξοπλισμών, να φτάσουν τους κυβερνήτες της Δύσης, επεδίωκαν το λεγόμενο
αφοπλισμό.
Οι κυβερνήτες της Δύσης, όμως, αντί να δεχθούν τον αφοπλισμό και να
καταστρέψουν όλοι μαζί τα όπλα, έφτιαξαν ακόμη πιο τρομερά όπλα, που θα
χτυπούσαν τη γη από μακριά, από τα άστρα. Έτσι θα ήσαν σίγουροι ότι σ' αυτόν,
το δικό τους πόλεμο των άστρων, αυτοί θα ήσαν οι νικητές.
Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα αυτή την προσπάθεια των
κυβερνητών της Δύσης. Πόσα λεφτά δεν ξοδεύτηκαν τότε γι' αυτά τα όπλα και πόσα
παιδάκια δε θα είχαν γλυτώσει το θάνατο, αν τα λεφτά αυτά τα είχαν διαθέσει για
ν' αγοράσουν τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα!
Μετά οι κυβερνήσεις της Ανατολής έχασαν την εξουσία τους, βγήκαν άλλοι
κυβερνήτες που ήσαν φίλοι με τους κυβερνήτες της Δύσης.
Εν τω μεταξύ ένα σωρό άλλα κράτη είχαν αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Ακόμη και
τρομοκρατικές οργανώσεις απόκτησαν πυρηνικά όπλα, που έκλεψαν από πυρηνικά
οπλοστάσια της Ανατολής. Μια από αυτές μάλιστα μάζευε κάθε χρόνο λίτρα από το δήμαρχο
της Νέας Υόρκης, απειλώντας ότι θα τινάξει την πόλη στον αέρα.
-Και μετά, και μετά; ρώτησε ανυπόμονα η εγγονούλα, καθώς η γιαγιά σταμάτησε για
μια στιγμή το παραμύθι, για να δέσει καλύτερα το μαντήλι που σκέπαζε το κεφάλι
της.
-Τα κράτη όλο έλεγαν ότι πρέπει να καταστρέψουν τα πυρηνικά όπλα και όλο το
ανέβαλαν. Μέχρι που κάποτε έγινε ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, που ξεκίνησε όπως
και ο πρώτος.
-Δηλαδή γιαγιά;
-Να, τσακώθηκε ένα μεγάλο κράτος με ένα μικρό. Εδώ δεν υπήρχε το "φοβάται
ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη" που υπήρχε την εποχή των δυο
μεγάλων παρατάξεων. Το μεγάλο κράτος έριξε μερικές πυρηνικές βόμβες στο μικρό
και το κατέστρεψε. "Α, έτσι είσαι;", λέει ένα μεγάλο κράτος, που ήταν
φίλος με το μικρό, γιατί είχαν εμπορικές συναλλαγές. "Τώρα θα δεις τι θα
πάθεις". Και ρίχνει ένα σωρό πυρηνικές βόμβες στο πρώτο. Για να μη σου τα
πολυλογώ, όλα τα κράτη αρπάχτηκαν στον καυγά. Τα μισά με το μέρος του ενός και
τα άλλα μισά με το μέρος του άλλου.
Η γιαγιά σταμάτησε το παραμύθι της και κούνησε το κεφάλι της αναστενάζοντας,
ενώ από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
-Και μετά , τι έγινε, τι έγινε μετά; Ρώτησε η εγγονούλα, ανυπομονώντας να μάθει
τη συνέχεια του παραμυθιού.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πέτρινη πόρτα που έφραζε την είσοδο της σπηλιάς. Μπήκε
μέσα ο πατέρας και η μητέρα, ενώ πίσω τους ακολουθούσε ένα ψυχρό ρεύμα αέρα. Η
μητέρα έσπρωξε με δύναμη την πέτρα και έφραξε πάλι την είσοδο. Ο πατέρας έριξε
κάτω το ελάφι που κρατούσε στον ώμο του και ακούμπησε το τόξο του στη γωνιά.
Έπειτα, πήγε στην άκρη που είχαν τα ξύλα, πήρε μερικά και τα έριξε στη φωτιά,
που γιαγιά και εγγονή, αφοσιωμένες στο παραμύθι, είχαν παραμελήσει. Οι φλόγες
σηκώθηκαν ψηλά και στους τοίχους φωτίσθηκαν τώρα καθαρά οι ζωγραφιές με τα
άγρια ζώα, ελάφια, βουβάλια, ζαρκάδια με καρφωμένα πάνω τους δόρατα.
Το κοριτσάκι έτρεξε και αγκάλιασε τη μητέρα του. Του είχε λείψει όλη την ημέρα.
Σφίχτηκε πάνω της με τόση λαχτάρα, που ξέχασε να ρωτήσει ξανά τη γιαγιά για τη
συνέχεια του παραμυθιού. (σελ. 55-57)
Μέρος τρίτο
13. Οι σκουπιδοτροφές (διατροφή)
Ο Μανωλάκης και η Βασούλα μένουν στην ίδια γειτονιά. Πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο
και έχουν τα ίδια χρόνια. Είναι και οι δυο τους οκτώ χρονών.
Έχουν, όμως, και διαφορές. Του Μανωλάκη οι γονείς δεν του δίνουν πολύ
χαρτζιλίκι. Όμως, αυτός δεν παραπονιέται. Ξέρει ότι οι γονείς του είναι φτωχοί
και τα βγάζουν πέρα με δυσκολία. Ό, τι χρήματα του δίνουν τα βάζει στην άκρη.
Μόλις μαζέψει αρκετά πηγαίνει και αγοράζει παραμυθάκια, καλή ώρα σαν αυτό που
κρατάτε στα χέρια σας, τα οποία του αρέσουν πάρα πολύ.
Της Βασούλας οι γονείς είπαμε ότι είναι πλούσιοι. Έτσι, της δίνουν αρκετά
χρήματα για χαρτζιλίκι. Όμως, δεν τη φτάνουν. Όλο τους ζητάει περισσότερα, κι
αυτοί στο τέλος υποκύπτουν. Είναι βλέπετε η μοναχοκόρη τους και καθώς της έχουν
αδυναμία, δεν της χαλάνε ποτέ το χατίρι.
Τι τα κάνει τα λεφτά της η Βασούλα; Μήπως αγοράζει και αυτή παραμυθάκια;
Τίποτα τέτοιο. Αυτή τα παραμύθια τα βλέπει στην τηλεόραση. Γιατί να ξοδεύει,
λοιπόν, άσκοπα τα λεφτά της;
Στην τηλεόραση δε βλέπει μόνο παραμύθια. Βλέπει και όλα τα σήριαλ που βλέπει
και η μαμά. Τα σήριαλ αυτά είναι γεμάτα αγάπες και σιρόπια. Τα έργα που βλέπει
ο μπαμπάς δεν της αρέσουν. Έχουν πολύ ξύλο και πιστολίδι και τη φοβίζουν. Αυτά
τα βλέπει ο αδελφός της, ο Αλέξης.
Τα μάτια της Βασούλας έχουν αρχίσει τελευταία και την πονάνε. Ο γιατρός είπε
στους γονείς της να βλέπει λιγότερο τηλεόραση. Η δασκάλα τους παραπονέθηκε ότι
η κόρη τους δε διαβάζει. Γράφει και κακές εκθέσεις. Έχει λέει φτωχό λεξιλόγιο.
Να, λοιπόν, που αυτή η πλούσια είναι από μια άποψη φτωχή! Να διαβάζει, λέει,
διάφορα βιβλία, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να πλουτίσει το λεξιλόγιό της. Αυτή
βαριέται να διαβάσει τα μαθήματα της, πολύ περισσότερα άλλα βιβλία.
Μια φορά που δοκίμασε να διαβάσει ένα παραμυθάκι, που της είχε δανείσει ο
Μανωλάκης, την πήρε ο ύπνος. Από τότε δεν ξανάπιασε παραμύθι στα χέρια της. Και
όταν καμιά φορά είχε αϋπνίες, προτιμούσε να μετράει πρόβατα.
Τι τα έκανε, λοιπόν, τα λεφτά της η Βασούλα; Τσιπς! Ναι, τσιπς και γαριδάκια!
Σε κάθε διάλειμμα έπαιρνε και από ένα σακουλάκι και χρατς-χρατς. Καμιά φορά,
όταν δεν προλάβαινε να τα φάει όλα στο διάλειμμα, έτρωγε και μέσα στην τάξη.
Τότε πού να ακούσει το μάθημα! Όλη της η προσοχή ήταν στραμμένη στο πώς να φάει
τα υπόλοιπα γαριδάκια χωρίς να την αντιληφθεί η δασκάλα της. Γύριζε αυτή την
πλάτη της για να γράψει στον πίνακα, χρατς η Βασούλα. Πήγαινε πάνω σε κάποιο
παιδί να δει το τετράδιό του, πάλι χρατς. Καμιά φορά την έβλεπε και τη μάλωνε.
Μια φορά, μάλιστα, την έδιωξε και από την τάξη. Η Βασούλα απτόητη. Την επομένη
πάλι χρατς.
Και ο Μανωλάκης τι έτρωγε στο σχολείο;
Έτρωγε μόνο ένα σάντουιτς που του έφτιαχνε η μαμά του από το σπίτι. Μόνο με
τυρί. Ζαμπόν δεν του έβαζε, γιατί βλάπτει την υγεία. Για τον ίδιο λόγο του
έβαζε και ελάχιστο βούτυρο. Καμιά φορά έπαιρνε στο σχολείο και κανένα
μπισκοτάκι και στις γιορτές κανένα τοστ. Μόνο με τυρί. Αναψυκτικά δεν έπινε
ποτέ. Στο κυλικείο του σχολείου είχαν μόνο σε κουτάκια και ο μπαμπάς του τού
είχε πει ότι μ' αυτά τα κουτάκια γίνεται μεγάλη σπατάλη σε αλουμίνιο. Έτσι,
έπινε μόνο όταν έβρισκε σε μπουκάλι. Όσο για κόκα κόλα, την απόφευγε ολότελα.
Έπινε πολύ σπάνια, έτσι, για να μην ξεχάσει τη γεύση της.
Τη Βασούλα την έπιασαν ξαφνικά καούρες στο στομάχι. Ο γιατρός είπε στους γονείς
της ότι φταίνε τα γαριδάκια και τα τσιπς. Είναι αλμυρά και έχουν τηγανιστεί σε
πολυχρησιμοποιημένο λάδι. Απείλησαν ότι θα της κόψουν το χαρτζιλίκι. Έτσι
αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί.
Ο μπαμπάς της Βασούλας αρρώστησε κάποτε. Ένιωθε ζαλάδες. Οι γιατροί του βρήκαν
πίεση. Είχε και πολύ χοληστερίνη. Έπρεπε, λέει, να μην τρώνε κάθε μέρα κρέας.
Το πολύ κάθε Κυριακή και ενδιάμεσα, στη βδομάδα, ψάρι.
Ο μπαμπάς της Βασούλας φοβήθηκε πολύ και αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Του άρεσε
και εκείνου το κρέας, όπως στη Βασούλα τα γαριδάκια, όμως, μπροστά στην υγεία
τι να κάνει!
Στο σπίτι του Μανωλάκη δεν έχουν προβλήματα υγείας. Κρέας τρώνε μια φορά την
εβδομάδα, γιατί είναι φτωχοί. Τρώνε, όμως, πολλά λαχανικά και φρούτα. Και η
μαμά ζυμώνει μόνη της το ψωμί τους, με αλεύρι που της στέλνει η αδελφή της από
το χωριό, πυτιρούχο. Αυτό το ψωμί είναι πολύ νόστιμο. Και κανείς τους δεν έχει
ποτέ δυσκοιλιότητα.
Έτσι, μια διαφορά που είχαν ο Μανωλάκης με την Βασούλα εξελίχθηκε σε ομοιότητα.
Έπαψε η Βασούλα να τρώει πια τσιπς και γαριδάκια και στο σχολείο έπαιρνε κ'
αυτή τώρα σάντουιτς με τυρί, ή αγόραζε μπισκοτάκια ή κουλουράκια. Όμως,
παραμυθάκια δεν κατάφερε ακόμη να διαβάζει. Κρίμα, δηλαδή, γιατί αν διάβαζε τα
παραμυθάκια που περιέχονται σ' αυτό το βιβλίο, θα της άρεσαν πάρα πολύ. (σελ.
61-63).
14. Ο δολοφόνος (κάπνισμα)
Η 'Ολια έβηχε πολύ τελευταία. Η μαμά όμως δεν ανησύχησε. Ένα κρυωματάκι είναι,
σκέφτηκε, θα περάσει. Όταν όμως την έπιασε πυρετός, κάλεσε αμέσως το γιατρό.
Ο γιατρός έβγαλε το στηθοσκόπιο και ακροάστηκε το στήθος και την πλάτη της
μικρής. Έπειτα κούνησε το κεφάλι του.
-Είναι πνευμονία, είπε. Το παιδί χρειάζεται απόλυτη ανάπαυση. Να μη σηκώνεται
καθόλου από το κρεβάτι και να παίρνει κανονικά τα φάρμακα που θα της γράψω.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Πλάτωνας, ο μπαμπάς της Όλιας. Μόλις γύρισε από
τη δουλειά του και έτρεξε ανήσυχος να δει τι γίνεται το παιδί.
-Είναι λίγο άσχημα, είπε η μαμά, έχει πνευμονία.
-Μην ανησυχείτε όμως, πρόσθεσε γρήγορα ο γιατρός. Σήμερα η πνευμονία είναι ότι
παλιά το κρυολόγημα. Όποιος προσέχει και ακολουθεί τις οδηγίες του γιατρού, δε
διατρέχει κανένα κίνδυνο.
Ο Πλάτωνας δε φάνηκε να πολυπείστηκε. Έβγαλε νευρικά το πακέτο του και άναψε
ένα τσιγάρο.
-Πάλι μωρέ Πλάτωνα το τσιγάρο σου, φώναξε νευριασμένη η κυρία Ελενίτσα. Άσε
τουλάχιστον τώρα, που είναι η μικρή άρρωστη. Σου έχω πει...
Ναι, του είχε πει. Του είχε πει για το πόσο βλάπτει το κάπνισμα όχι μόνο την
υγεία του καπνιστή, αλλά και την υγεία των δικών του, και μάλιστα των παιδιών,
που οι πνεύμονές τους είναι πιο ευαίσθητοι. Ο Πλάτωνας τα ήξερε όλα αυτά.
Αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του και την κόρη του. Μα έλα που δε μπορούσε να το
κόψει το αναθεματισμένο!
-Η γυναίκα σας έχει δίκιο, είπε ο γιατρός. Το τσιγάρο βλάπτει την υγεία και
αυτών που καπνίζουν και όσων βρίσκονται γύρω τους.
-Μπαμπά, τι θέλεις λοιπόν, να πεθάνω;
-Τι είναι αυτά που λες κορούλα μου, φώναξε ο μπαμπάς της και την αγκάλιασε με
το αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί του εξακολούθησε να κρατάει το τσιγάρο
του.
-Αφού και ο γιατρός και η μαμά λένε πως δεν πρέπει να καπνίζεις, γιατί μας
κάνεις κακό; Τη μανούλα δεν τη σκέφτεσαι; Εμένα; Τον εαυτό σου; Αν πάθεις
τίποτα, τι θα απογίνουμε χωρίς εσένα;
Ο μπαμπάς χτύπησε δυο φορές με το δεξί του χέρι το τραπέζι και η στάχτη από την
καύτρα σκόρπισε παντού ολόγυρα.
- Κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει. Όλα είναι υπερβολές. Όμως, για να μην νομίσεις
ότι δε σ' αγαπάω, να, σβήνω το τσιγάρο μου.
-Μπράβο μπαμπακούλη, τώρα σ' αγαπάω πιο πολύ, φώναξε χαρούμενο το κοριτσάκι, με
το ολοκόκκινο πρόσωπο από τον πυρετό και τον αγκάλιασε. Η μαμά τους κοίταξε
τρυφερά.
-Όμως τώρα στο κρεβάτι σου, τη μάλωσε τρυφερά ο μπαμπάς. Ο γιατρός είπε πως δεν
πρέπει να σηκώνεσαι καθόλου.
-Αμέσωωωως.... φώναξε το κοριτσάκι και έτρεξε και χώθηκε κάτω από τις
κουβέρτες.
Ο μπαμπάς τη χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και βγήκε στη βεράντα. Εκεί όπου δεν
τον έβλεπε κανείς, όπου δεν ενοχλούσε κανέναν, άναψε τσιγάρο.
Η Όλια έγινε καλά. Δεν ήταν και τόσο απλή η αρρώστια της όσο ήθελε να την
παρουσιάζει ο γιατρός. Παρόλο που δεν κινδύνεψε, αναγκάστηκε να μείνει μέρες
στο κρεβάτι. Πέρασε κι άλλες αρρώστιες στη ζωή της. Όλες τις φορές, καλοκαίρι
μέσα στη ζέστη, χειμώνα μέσα στο κρύο, ο μπαμπάς έβγαινε και κάπνιζε στη
βεράντα.
Κάποτε άρχισε να βήχει.
"Ο βήχας του καπνιστή. Όσοι καπνίζουν βήχουν", έλεγε στη γυναίκα του,
προσπαθώντας να την καθησυχάσει.
Όταν ο βήχας έγινε πιο έντονος, αναγκάσθηκαν να πάνε στο γιατρό. Τώρα ο κύριος
Πλάτωνας βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο καρκίνου του πνεύμονα. Δεν καπνίζει
πια. Η Όλια και η κυρία Ελενίτσα βρίσκονται εναλλάξ στο πλάι του, στο
αντικαρκινικό. Η αγάπη τους ανακουφίζει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.
Κοριτσάκια μου, και 'σεις αγοράκια μου, οι μπαμπάδες είναι γεμάτοι αγάπη για τα
παιδιά τους και χωρίς καθόλου μυαλό. Το δικό σας παιδικό μυαλό είναι γεμάτο
φαντασία. Σας προκαλώ σκεφτείτε έναν τρόπο να πείσετε το μπαμπά σας να κόψει το
τσιγάρο. Στην ανάγκη εκβιάστε τον. Μην του πείτε το αυριανό σας μάθημα, αν δεν
τον βάλετε να σας παραδώσει το πακέτο του. Αδειάστε τότε τα τσιγάρα στη λεκάνη
της τουαλέτας. Τραβήξτε και το καζανάκι καλού κακού, ιδιαίτερα αν είναι αργά το
βράδυ και τα περίπτερα κλειστά. Ένας που έχει μια κακή συνήθεια, μια έξη, όπως
ο καπνιστής, είναι ικανός για όλα. (σελ. 64-66).
15. Αυτοκινητοσυζήτηση (κυκλοφοριακό χάος-ατμοσφαιρική ρύπανση)
Γσσσσσ... στρίγκλισαν τα φρένα της Ρενώ και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο φανάρι.
Η Φίατ πίσω της σύρθηκε μαλακά. Ο οδηγός κρατούσε τις αποστάσεις. Χρωστούσε
ακόμη κάποιες δόσεις και μια καραμπόλα ήταν πολυτέλεια για το πορτοφόλι του.
-Ε, ψιτ, εσύ μπροστά, ψιθύρισε η Φίατ στη Ρενώ, το αριστερό πισινό σου λάστιχο
είναι λίγο ξεφούσκωτο.
-Λες να μη το ξέρω; Απάντησε η Ρενώ. Όμως ο ξύπνιος ο οδηγός μου που να πάρει
χαμπάρι. Τις προάλλες με έπιασε λάστιχο, η ρεζέρβα ξεφούσκωτη, έφαγα το βρισίδι
της χρονιάς μου. Δε βαριέσαι, δε βλέπω την ώρα να περάσω από τα ΚΤΕΟ, και να
βγω στη σύνταξη. Γιατί σίγουρα θα με στείλουν για απόσυρση.
-Τα 'χεις τα χρονάκια σου βλέπω, της λέει η Φίατ.
-Είμαι δεκατεσσάρων χρονών. Ένα αμάξι ποτέ δεν ντρέπεται να κρύβει τα χρόνια
του. Αλήθεια, από που το κατάλαβες;
-Μα σε κάθε μαρσάρισμα του οδηγού σου βγάζεις ντουμάνι καπνό. Τον μηχανάκια
δίπλα σου τον φλόμωσες.
-Είναι ντροπή τόσο γριές που είμαστε να μας κυκλοφορούν. Δε ντρέπονται άραγε;
-Αν ντρέπονται λέει! Μόνο που δεν έχουν λεφτά να μας αντικαταστήσουν.
Εκείνη τη στιγμή άναψε το πράσινο. Όλα τα αμάξια κύλησαν μπροστά. Στην
Αλεξάνδρας, όμως, πάλι κόκκινο. Η Φίατ έστριψε γρήγορα αριστερά και στάθηκε
πλάι στη Ρενώ.
-Να 'μαστε πάλι! Της φώναξε, ενώ το αριστερό της φλας αναβόσβηνε ακόμη.
Αλήθεια, εκτός από το ότι δε σε προσέχει ο οδηγός σου, τι άλλο σου τη σπάει;
-Μου τη σπάει το μποτιλιάρισμα. Ξέρεις τι είναι να έχω βγει τόσες φορές
πρωταθλήτρια σε ράλι και εδώ να τρέχω με πέντε χιλιόμετρα την ώρα; Είναι σαν το
φαντάρο σε πορεία που του κάνουν καψόνι και μόλις αποθέσει του λένε ξεκίνα και
μόλις ξεκινήσει του λένε απόθεσε.
-Εμείς, έτσι κι αλλιώς, είμαστε δούλοι επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Για τους
οδηγούς μας όμως πρέπει να είναι μεγάλο το σπάσιμο. Προχθές το αφεντικό μου
άργησε να πάει σε ένα ραντεβού και εκεί να δεις τσατίλα! Έβριζε θεούς και
δαίμονες.
-Εμένα μου τη σπάει το πάρκιν. Δώστου γύρους και ξανά γύρους μέχρι να βρούμε
χώρο να παρκάρουμε. Μια φορά, θυμάμαι, κάναμε περισσότερη ώρα να βρούμε πάρκιν
από ότι για να κατέβουμε στην Αθήνα.
Πάλι άναψε πράσινο. Όμως ο δρόμος είχε γεμίσει από αμάξια που κατέβαιναν από
την Αλεξάνδρας. Έκαναν μόλις είκοσι μέτρα και σταμάτησαν. Από εκεί και πέρα
πήγαιναν σχεδόν σημειωτόν.
-Δεν πειράζει, θα τα λέμε καλύτερα έτσι πλάι-πλάι. Δεν μου λες, συνέχισε η
Ρενώ, δε νομίζεις ότι οι οδηγοί μας είναι λιγάκι χαζοί;
-Και το λες εσύ που είσαι Ρενώ;
-Κοίτα να δεις, αν όλοι οι οδηγοί μάς άφηναν σπίτι, να ξεκουραστούμε και εμείς
μια στάλα, και έπαιρναν το λεωφορείο, πιο γρήγορα δεν θα πήγαιναν στη δουλειά
τους, καθώς οι δρόμοι θα είχαν αποσυμφορηθεί;
- Άκου λέει! και εμείς δε θα γερνάγαμε πρόωρα.
- Όλο τον εαυτό σου σκέφτεσαι. Δε θα γέρναγαν πρόωρα προ πάντων αυτοί. Το
ξέρεις ότι το 30% των κατοίκων της Αθήνας υποφέρει από βρογχίτιδα;
- Και πόσοι δεν πάνε κάθε μέρα στο νοσοκομείο! Θυμάσαι πριν λίγες μέρες που
έκανε μια βδομάδα να φυσήξει; το Πρώτων Βοηθειών δεν προλάβαινε να παίρνει
τηλεφωνήματα.
- Είναι τρελοί αυτοί οι Αθηναίοι!
Μόλις είχε ανάψει το πράσινο, όμως τα αμάξια που έρχονταν από τη Στουρνάρη
είχαν φρακάρει την Πατησίων. Άρχισε σιγά-σιγά μια συναυλία από κόρνες, σε όλους
τους τόνους.
-Τι είπες; δε σ' άκουσα, φώναξε η Φίατ.
-Λέω, είναι τρελοί αυτοί οι Αθηναίοι.
- Μ' αυτές τις καταραμένες κόρνες πάλι δε σ' άκουσα. -Λέω, ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟΙ ΑΥΤΟΙ
ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ.
-Τώρα, κάτι μας είπες.
Τα δυο αμάξια κάθισαν σιωπηλά, μια και δυσκολευόντουσαν να ακούσουν το ένα το
άλλο. Οι κόρνες συνέχιζαν να ουρλιάζουν δαιμονισμένα. (67-69).
16. Φύσα αεράκι, φύσαγε... (Ήπιες μορφές ενέργειας)
Το αμάξι έκανε μερικά ντουπ ντουπ ντουπ και σταμάτησε. Ο Στέλιος έριξε μια
ματιά στο δείκτη της βενζίνας και βλαστήμησε.
-Να πάρει και να σηκώσει. Δεν σου είπα βρε Γιάννα πριν φύγουμε να φουλάρεις το
αμάξι; Την έχουμε ξαναπατήσει έτσι, από δική σου αμέλεια.
-Σταμάτα τις φωνές, γιατί εσύ φταις. Πριν ξεκινήσουμε έπρεπε να με ρωτήσεις αν
θυμήθηκα να βάλω βενζίνα, ή να κοιτάξεις το δείκτη. Αλλά εσύ μια ζωή νομίζεις
πως οι ευθύνες σου σταματάνε με το να δίνεις διαταγές.
-Κοίταξε να δεις, εσύ που τρέχεις τη μια στη μια σου φίλη και την άλλη στην
άλλη, και κάνεις του κόσμου τα χιλιόμετρα κάθε μέρα, εσύ να φροντίζεις τη
βενζίνα.
-Α μπα! Εσύ δηλαδή που και στο περίπτερο να πας παίρνεις το αμάξι, δεν ξοδεύεις
βενζίνα;
-Τι βενζίνα να ξοδέψω μέχρι το περίπτερο, που δεν είναι ούτε μισό χιλιόμετρο
από το σπίτι;
-Και στη δουλειά σου; Χάθηκε δηλαδή να παίρνεις το λεωφορείο για τη δουλειά
σου; Μην περπατήσεις δυο στάσεις και σου κοπούν τα ήπατα!
-Δικαίωμά μου δεν είναι; Εγώ δουλεύω, εγώ πληρώνω τη βενζίνα, και γουστάρω να
πηγαίνω όπως θέλω στη δουλειά μου.
-Λοιπόν, δεν σταματάτε λέω γω; Αρκετά μας πρήξατε με τις φωνές σας, φώναξε ο
Ιάσονας από το πίσω κάθισμα.
-Καλά σας λέει, συμφώνησε και ο Αλέξης με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Είπαμε να
πάμε για πικνίκ, όχι να μας ζαλίσετε με τις φωνές σας. Α, μα πια!
-Τα παιδιά, όταν μιλάνε οι γονείς, σωπαίνουν, ακούτε; τους φώναξε αγριεμένος ο
πατέρας τους.
-Όταν μιλάνε, όχι όταν τσακώνονται.
-Δεν τσακωνόμαστε, απλά μιλάμε σε υψηλούς τόνους, φώναξε η μαμά.
-Τώρα τελευταία πολύ συχνά μιλάτε σε υψηλούς τόνους, παρατήρησε ο Ιάσονας.
Φροντίστε να μην τους ψηλώσετε πιο πολύ.
-Καλά σας λέει, συμφώνησε και ο Αλέξης.
Ο μπαμπάς και η μαμά κοιτάχτηκαν για μια στιγμή ένοχα.
-Εν τάξει παιδιά, μας συγχωρείτε, δεν θέλαμε να σας χαλάσουμε τη διάθεση,
είπαμε να σας βγάλουμε μια βόλτα να ξεσκάσετε, τώρα που άνοιξε ο καιρός, είπε ο
Στέλιος υποχωρητικά.
-Παιδιά, και μια φωνή να βάλουμε, αντρόγυνο είμαστε, συμβαίνουν αυτά στα
αντρόγυνα. Εσείς να μην επηρεάζεστε, είπε και η μαμά.
-Αν θυμάμαι καλά, εδώ κοντά πρέπει να υπάρχει ένα βενζινάδικο, είπε ο Ιάσονας,
μετά από μερικές στιγμές σιωπής. Δεν περπατάμε λίγο πιο κάτω; Να χαζέψουμε
κιόλας τη φύση.
Στη στροφή είδαν την πινακίδα. Το βενζινάδικο ήταν πεντακόσια μέτρα πιο κάτω.
Τύχη βουνό. Με λίγη περισσότερη τύχη, θα τους είχε σταματήσει το αμάξι μπροστά
του.
Πήραν ένα μπετονάκι βενζίνα και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Μετά την μπάλα στο γνωστό ξέφωτο που έρχονταν συχνά, κάθισαν κάτω από ένα
δέντρο για φαγητό. Η μητέρα άπλωσε σε μια πετσέτα τα φαγητά που είχαν πάρει
μαζί τους. Τίποτα το σπουδαίο, σάντουιτς, τυρί, σαλάμι, κεφτεδάκια, τομάτα για
σαλάτα, μπύρες και αναψυκτικά.
Καθώς έτρωγαν πετάχτηκε ο Ιάσονας.
-Ξέρεις μπαμπά, φαντάσου το αμάξι μας να ήταν η γη και να έμενε λέει από
βενζίνη.
-Τι θες να πεις.
-Να όπως τέλειωσε η βενζίνη στο αμάξι μας, έτσι θα μπορούσε να εξαντληθεί και η
βενζίνη που υπάρχει στη γη. Τότε τι θα γινόταν;
-Ε, τι σε γνοιάζει εσένα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί και τόσο σύντομα.
-Μετά από μας το χάος δηλαδή; Όπως είπε και εκείνος ο γάλλος βασιλιάς, και του
έκοψαν το κεφάλι;
-Δεν έκοψαν αυτουνού το κεφάλι, αλλά του εγγονού του, παρατήρησε ο Αλέξης, που
ήταν καλός στην ιστορία.
-Ναι, τέτοια έλεγε, γιατί τέτοια μυαλά είχε, και την πλήρωσε ο εγγονός του,
παρατήρησε η μαμά.
-Μπαμπά, τέτοια λες και συ, και θα την πάθουν τα δικά μας τα παιδιά, τα δικά
σου εγγόνια.
-Χμ! έκανε ο πατέρας. Δηλαδή λες να τελειώσει η βενζίνα πάνω στη γη επειδή
πήγαμε εμείς μια εκδρομή παραπάνω;
-Έτσι λέει ο καθένας, και θα την πατήσουν τελικά τα εγγόνια σας.
-Έλα, μην κάνεις έτσι, το πολύ να είναι τα τρισέγγονά σας.
-Και δεν έχουν ψυχή αυτά; συνέχισε απτόητος ο Ιάσονας. Τους πιο μακρινούς
απογόνους μας τους αγαπάμε λιγότερο δηλαδή; Παρατήρησε ο Αλέξης.
-Καλά σου λέει, συμφώνησε και ο Ιάσονας. Εσείς όλο λέτε «Οι ένδοξοι ημών
πρόγονοι» όταν αναφερόσαστε στους αρχαίους. Προσέξετε όμως μήπως οι απόγονοι οι
δικοί σας πουν για σας τους προγόνους τους «Ωραία μας την έφτιαξαν τη δουλειά.
Αυτοί καλά την πέρασαν, φα? , ποτό και εκδρομούλες, κι εμάς δεν μας σκέφτηκαν
καθόλου».
-Τι προτείνεις δηλαδή;
-Να κόψετε την υπερκατανάλωση, απλά. Και όχι μόνο σε ενεργειακές πηγές, αλλά
και σε πρώτες ύλες. Ούτε κι αυτές είναι ανεξάντλητες. Αλλά με την ενέργεια το
πρόβλημα είναι πιο οξυμένο. Ξέρεις μπαμπά ότι με τη βενζίνα που καίμε γεμίζει η
ατμόσφαιρα διοξείδιο του άνθρακα και δημιουργείται το φαινόμενο του
θερμοκηπίου;
-Και λοιπόν;
-Τι λοιπόν, θα λειώσουν οι πάγοι στους πόλους, θα ανεβεί η στάθμη της θάλασσας,
και το εξοχικό μας στην Ιεράπετρα θα βουλιάξει κάτω από το νερό. Μετά, ξέχασε
τα μπάνια, που τόσο σου αρέσουν. Στο εξής διακοπές στο Μέτσοβο, στο χωριό της
μαμάς.
-Μέχρι να γίνει αυτό, εγώ κι εσύ θα ’ χουμε πεθάνει.
-Καλά μπαμπά, μας το ’ πες ήδη, μετά από σας το χάος, παρατήρησε δεικτικά ο
Αλέξης.
-Ξέρεις μπαμπά πόσο πετρέλαιο θα εξοικονομούσαμε αν είχαμε όλοι ηλιακούς θερμοσίφωνες
και ηλεκτρονικές λάμπες; Ή αν αξιοποιούσαμε τα μελτέμια που έχομε στην Κρήτη
και σε όλα τα νησιά του Αιγαίου για παραγωγή ενέργειας; Και ο άνεμος δεν είναι
η μοναδική ήπια και ανανεώσιμη μορφή ενέργειας που διαθέτομε.
-Καλά, εσύ πού τα έμαθες όλα αυτά; Τον ρώτησε με θαυμασμό ο πατέρας του.
-Να, τα διάβασα σε ένα βιβλίο που μου χάρισαν πέρυσι στη γιορτή μου. Λέγεται
«Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής». Κυκλοφορεί στις εκδόσεις «Θυμάρι».
-Και ποιος είναι ο συγγραφέας;
-Μπάμπης Δερμιτζάκης λέγεται. Σου λέει τίποτα το όνομα;
-Όχι. Ξέρω ένα Μπάμπη Δερμιτζάκη, καταπληκτικός λυράρης, μεγάλο ταλέντο, νέος
Γαργανουράκης. Αλλά Μπάμπη Δερμιτζάκη συγγραφέα, πρώτη φορά ακούω.
-Καλά, τέλος πάντων.
Στο δρόμο της επιστροφής η συζήτηση ήταν για τα οικολογικά προβλήματα, και
κυρίως για το ενεργειακό πρόβλημα. Ο Ιάσονας είπε πολλά ενάντια στην πυρηνική
ενέργεια, για τους κινδύνους που περικλείει, και μίλησαν αρκετά για τις ζημιές
και τα θύματα που προκάλεσε το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ,
πάνε τώρα πάνω από δέκα χρόνια.
Όταν έφτασαν σπίτι, παρατήρησε ο Αλέξης.
-Λοιπόν, μπαμπά, από τώρα και στο εξής στο περίπτερο θα πηγαίνεις με τα πόδια,
να χάσεις και κανένα κιλό. Το περπάτημα λέει κάνει καλό στην καρδιά, και σε όλο
το κυκλοφοριακό.
-Κοίταξε να δεις, συμπλήρωσε και ο Ιάσονας, όταν μεγαλώσω και έχω δικό μου
αυτοκίνητο, αν κάποτε δυσκολευτώ να βρω βενζίνα, θα φταις εσύ.
-Καλά, καλά, όλο εγώ φταίω, τα ίδια έλεγε και η μάνα σου το πρωί.
Έπειτα όμως από σύντομη σκέψη:
-Μάλλον λέω να παίρνω πότε πότε και το λεωφορείο για τη δουλειά μου.
Δυσκολεύομαι να βρω πάρκιν, και καίω άλλη τόση βενζίνη κάνοντας γύρους. Κι όταν
βρω, άντε κάθε δίωρο να τρέχω να βάζω κατοστάρικα στα παρκόμετρα που μας έβαλε
ο Αβραμόπουλος.
-Μπαμπά, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που άρχισες να σκέφτεσαι τα δισέγγονά σου.
Όταν παρκάρισαν, ο πατέρας είπε:
-Ανεβείτε εσείς πάνω, εγώ θα πάω να πάρω εφημερίδα.
-Και δεν θα πάρεις το αμάξι; παρατήρησε ειρωνικά η Γιάννα.
Ο Στέλιος έκανε ένα μορφασμό.
-Για εφημερίδα, ε; Είπε ο Ιάσονας. Δεν πιστεύω να αρχίσεις αυτό το
αναθεματισμένο τσιγάρο, που μας ντουμάνιαζες το σπίτι.
-Πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό. Ο μπαμπάς σου έχει θέληση, το ξέρεις.
-Και κοίταξε, μη σε ξαναδώ να την πετάς αφού τη διαβάσεις στο σκουπιδοτενεκέ.
Να μου τη δώσεις να την πάω στο σχολείο, για ανακύκλωση.
-Α, με πρήξατε για καλά σήμερα. Ενεργειακό, φαινόμενο του θερμοκηπίου,
υπερκατανάλωση, υγιεινή ζωή, τώρα μου ξεφουρνίζετε και την ανακύκλωση; Αυτός ο
συγγραφέας δεν μπορεί να γράψει και καμιά άλλη ιστορία, να τα φορτωθεί και
κανένας άλλος; Όλα εγώ; (σελ. 67-69)
|
|||
|
|||
|